-
1 ακροατής
[акроатис] ουσ. а. слушатель.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ακροατής
-
2 слушатель
-
3 слушатель
-я α. -ница, -ы θ.ακροατής, -άτρια, ακουστής•слушатель радио ακροατής ραδιόφωνου.
|| φοιτητής, σπουδαστής. -
4 слушатель
1. (тот, кто слушает кого-, что-л.) о ακροατής 2. (учащийся некоторых учебных заведений) о μαθητής, ο σπουδαστής.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > слушатель
-
5 радиовещание
радиовещание с η ραδιοφωνία \радиовещание грамма ж το ραδιοτηλεγράφημα \радиовещаниелюбитель м о ερασιτέχνης ασυρματιστής \радиовещание передача ж η ραδιοεκπομπή \радиовещание приёмник м το ραδιόφωνο \радиовещаниеслушатель м о ακροατής ραδιοφώνου \радиовещание станция ж о ραδιοφωνικός σταθμός* * *сη ραδιοφωνία -
6 радиослушатель
мο ακροατής ραδιοφώνου -
7 вольнослушатель
вольнослушательм ὁ ἐλεύθερος ἀκροατής ('Ανωτέρας Σχολής). -
8 курсант
курсантм ὁ μαθητής στρατιωτικής σχολής/ ὁ ἀκροατής (слушатель). -
9 невнимательностьый
невнимательность||ыйприл1. ἀφηρημένος (рассеянный)/ ἀπρόσεκτος (небрежный):\невнимательностьыйый слушатель ὁ ἀφηρημένος ἀκροατής·2. (пренебрежительный) ἀδιάφορος, ἀπρόσεκτος/ ἀγενής (невежливый):\невнимательностьыйое отношение к больному ἡ ἀδιαφορία γιά τόν ἀρρωστο· быть \невнимательностьыйым к кому-л. δέν δείχνω λεπτότητα προς κάποιον. -
10 радиослушатель
радио||слушательм ὁ ἀκροατής ραδιοφώνου. -
11 слушатель
слу́шате||льм1. ὁ ἀκροατής·2. (студент) ὁ φοιτητής, ὁ σπουδαστής:\слушатель военной академии ὁ σπουδαστής τής στρατιωτικής ἀκαδημίας· 3„:\слушательли мн. собир. οἱ ἀκροατές, τό ἀκροατήριο[ν]. -
12 радиослушатель
[ραντιασλούσατιλ’] ουσ. α. ακροατής ραδιοφώνου -
13 слушатель
[σλούσατιλ'] ουσ. α ακροατής -
14 радиослушатель
[ραντιασλούσατιλ’] ουσ α ακροατής ραδιοφώνου -
15 слушатель
[σλούσατιλ'] ουσ α ακροατής -
16 вольнослушатель
-я α. -ница, -ы θ. ακροατής, -άτρια. -
17 курсист
-а α.-ка, -и θ. παλ. ακροατής, -άτρια διαλέξεων, μαθημάτων φοιτητής, -τρία.
См. также в других словарях:
ακροατής — ο (Α ἀκροατής) (Ν θηλ. ακροάτρια) [ἀκροῶμαι] 1. αυτός που ακούει κάποιον που μιλάει 2. αυτός που παρακολουθεί δημόσια ομιλία, θεατρική παράσταση, συναυλία, δίκη κ.λπ. νεοελλ. αυτός που παρακολουθεί πανεπιστημιακά ή άλλα μαθήματα χωρίς να είναι… … Dictionary of Greek
ἀκροατής — ἀκροᾱτής , ἀκροατής hearer masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακροατής — ο θηλ. άτρια 1. αυτός που παρακολουθεί κάποιο ακρόαμα: Οι ακροατές καταχειροκρότησαν τον ομιλητή. 2. αυτός που παρακολουθεί μαθήματα χωρίς να είναι κανονικός σπουδαστής: Στην τάξη μας είχαμε και δυο ακροατές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀκροατά — ἀκροᾱτά̱ , ἀκροατής hearer masc nom/voc/acc dual ἀκροᾱτά , ἀκροατής hearer masc voc sg ἀκροᾱτά , ἀκροατής hearer masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακροώμαι — ἀκροῶμαι ( άομαι) (Α) 1. ακούω (κάποιον), κυρίως με προσοχή 2. προσέχω τα λεγόμενα κάποιου, δίνω προσοχή, υπακούω 3. (για γιατρούς) ακροάζομαι* 4. (μτχ.) ἀκροώμενος, η, ον α. αυτός που ακούει, που παρακολουθεί διαλέξεις, ο ακροατής β. αναγνώστης… … Dictionary of Greek
ευακροάτης — εὐακροάτης, και εὐακροατής ὁ (Μ) αυτός που ακούει με προσοχή, ο ευμενής ακροατής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ακροατής (< ακροώμαι)] … Dictionary of Greek
Ίνο, Μπράιαν — (Brian Peter George St. Baptiste de la Salle Eno, Γούντμπριτζ κομητείας Σάφολκ, Αγγλία 1948 –). Βρετανός μουσικός, συνθέτης, εκτελεστής και παραγωγός. Παρότι δεν είχε μάθει κανένα μουσικό όργανο, άρχισε να πειραματίζεται με πολυκάναλα μαγνητόφωνα … Dictionary of Greek
ἀκροατάς — ἀκροᾱτά̱ς , ἀκροατής hearer masc acc pl ἀκροᾱτά̱ς , ἀκροατής hearer masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έλλειψη — Απουσία, ανυπαρξία· ανεπάρκεια, ατέλεια, ελάττωμα. Ο όρος έ. αναφέρεται σε ένα σχήμα λόγου, στο οποίο παραλείπονται μία ή περισσότερες λέξεις που εύκολα εννοεί ο ακροατής, με σκοπό να εκφραστεί συντομότερα ή πυκνότερα μια σκέψη. Αυτή η συντομία… … Dictionary of Greek
ακουστής — ἀκουστής, ο (Α) [ἀκούω] 1. αυτός που ακούει, ο ακροατής 2. μαθητής, σπουδαστής … Dictionary of Greek
ακροάμων — ἀκροάμων ( ονος), ο (Μ) [ἀκροῶμαι] ακροατής … Dictionary of Greek