-
1 ακούεται
-
2 ἀκούεται
-
3 ἀκούεται
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀκούεται
-
4 слышно
επίρ.1. ακουστικά• ακουστά•жадно и слышно глотать воду λαίμαργα και ακουστά καταπίνω νερό.
2. ως κατηγ. ακούεται, είναι ακουστός•отсюда хорошо слышно всех ораторов απεδώ μπορείς ν' ακούς καλά όλους τους ρήτορες•
мне вас не слышно δεν ακούεσαι (δε σας ακούω)•
никого не слышно δεν ακούεται κανένας•
-вам, что говорят? ακούτε τι λένε;
3. υπάρχουν πληροφορίες, ειδήσεις•о нём давно ничего не слышно καιρό έχομε να μάθομε κάτι γι αυτόν•
что слышно нового? τι νέα ακούσατε;•
что у вас -? τι ακούσατε; τι νέα έχετε;
4. (ωζ παρνθ. λ.) ακούεται, λέγεται•, что будет хороший урожай λένε, πως θα έχομε καλή σο-δε ιά. -
5 слышный
επ., βρ: -шен, -шна, -шно.1. ακουστός, αισθητός•едва слышный голос μόλις ακούεται η φωνή.
2. ως κατηγ. ακούεται, ηχεί.3. (συνήθως για μυρουδιά) είναι αισθητός, μυρίζει.εκφρ.что -но – τι ακούεται, τι νέα έχομε. -
6 слышно
слышнопредик безл1. (можно слышать) ἀκούεται:отсюда хорошо́ \слышно ἀπ· ἐδῶ ἀκούεται καλά· мне ничего́ не \слышно δέν μπορώ ν' ἀκούσω τίποτε·2. (есть сведения) λεγεται, λενε:о нем ничего́ не \слышно? δέν λένε τίποτε γι ' αὐτόν;· что ·\слышно·? τί νέα; -
7 ὅλως
ὅλως adv. of ὅλος (Pla.+)① a marker of highest degree on a scale of extent, completely, wholly, everywhere. ὅλως ἀκούεται it’s bandied about everywhere = it’s a matter of general knowledge, it’s the talk of the town 1 Cor 5:1 (cp. AFridrichsen, Symb Osl 13, ’34, 43f: ‘to say it at once’; Diod S 13, 16, 2 ‘continually’, ‘again and again’; Ps.-Demetr., El. c. 175; 199 R. ὅλως=‘regularly’, ‘generally’, ‘everywhere’ and can be parallel w. παντοδαποῦ; difft., s. 2 below); ἤδη οὖν ὅλως ἥττημα believe me, it’s an utter disaster 6:7 (REB: Indeed, you suffer defeat; difft., s. 2 below). Rather oft. w. a neg. not at all (X., Mem. 1, 2, 35; Dio Chrys. 53 [70], 5; 8; Philostrat., Vi. Apoll. 1, 39 p. 41, 9; Philo, Op. M. 170, Praem. 40; Jos., Vi. 221, Ant. 8, 241; TestJud 16:3; Ar. 11, 7; Just., A I, 16, 5; 43, 2 al.; Ath. 1, 2; 4, 1) μὴ ὅλ. Mt 5:34.—1 Cor 15:29; Hv 4, 1, 9; m 4, 2, 1 al. totally, altogether κατέλιπον ὁδὸν τοῦ θεοῦ they have totally abandoned God’s way ApcPt Bodl.② pert. to being really so, with implication of being generally known, actually, in fact (POxy 1676, 31 [III A.D.] καλῶς ποιήσεις ἐλθούσα … πρὸς ἡμᾶς ἵνα ὅ. ἴδωμέν σε=you will do us a favor by coming to us … so that we actually get to see you) ὅλως ἀκούεται it is actually reported (NRSV) 1 Cor 5:1. ὅλως ἥττημα already a defeat (NRSV) 6:7. For a difft. interp. of these passages s. 1 above.—M-M. -
8 слышаться
слыш||атьсяἀκού(γ)ο-μαι:\слышатьсяится му́зыка ἀκούεται μουσική. -
9 ακούω
1. αμετ. слышать, обладить слухом;2. μετ. 1) слышать, воспринимать с помощью слуха; 2) слушать(ся) (кого-чего-л.); άκου τα λόγια της μητέρας σου слушайся матери;καθόλου δεν ακούει ( — он) совсем не слушается;
3) слушать, выслушивать;ακούς εκεί τί μούκαμε! ты только по- слушай, что он со мной сделал!; 4) перен. чувствовать, ощущать;ακούω πόνο — ощущать боль;
1) — славиться, пользоваться известностью;ακούομαι
2) иметь влияние; пользоваться уважением;είναι βουλευτής κι· ακούεται — он депутат и имеет большое влияние;
3) быть обеспеченным;ακούομαι καλά — жить в достатке
-
10 άνθρωπος
-
11 αχός
ο1) шум, гул, рокот;ο αχός της θάλαονας — шум моря;
2) мелодичный звук;ακούεται αχός φλογέρας — слышна мелодия свирели;
3) печальная мелодия, унылый мотив;4) стон; рыдание, плач -
12 τσιμουδνά
-
13 ακούεθ'
ἀ̱κούετο, ἀκούωhear: imperf ind mp 3rd sg (doric aeolic)ἀκούετο, ἀκούωhear: imperf ind mid 3rd sg (epic doric aeolic)ἀ̱κούετε, ἀκούωhear: imperf ind act 2nd pl (doric aeolic)ἀκούετε, ἀκούωhear: pres imperat act 2nd plἀκούετε, ἀκούωhear: pres ind act 2nd plἀκούετε, ἀκούωhear: imperf ind act 2nd pl (epic doric ionic aeolic)ἀκούεται, ἀκούωhear: pres ind mp 3rd sgἀκούετο, ἀκούωhear: imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic) -
14 ἀκούεθ'
ἀ̱κούετο, ἀκούωhear: imperf ind mp 3rd sg (doric aeolic)ἀκούετο, ἀκούωhear: imperf ind mid 3rd sg (epic doric aeolic)ἀ̱κούετε, ἀκούωhear: imperf ind act 2nd pl (doric aeolic)ἀκούετε, ἀκούωhear: pres imperat act 2nd plἀκούετε, ἀκούωhear: pres ind act 2nd plἀκούετε, ἀκούωhear: imperf ind act 2nd pl (epic doric ionic aeolic)ἀκούεται, ἀκούωhear: pres ind mp 3rd sgἀκούετο, ἀκούωhear: imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic) -
15 ακούετ'
ἀ̱κούετο, ἀκούωhear: imperf ind mp 3rd sg (doric aeolic)ἀκούετο, ἀκούωhear: imperf ind mid 3rd sg (epic doric aeolic)ἀ̱κούετε, ἀκούωhear: imperf ind act 2nd pl (doric aeolic)ἀκούετε, ἀκούωhear: pres imperat act 2nd plἀκούετε, ἀκούωhear: pres ind act 2nd plἀκούετε, ἀκούωhear: imperf ind act 2nd pl (epic doric ionic aeolic)ἀκούεται, ἀκούωhear: pres ind mp 3rd sgἀκούετο, ἀκούωhear: imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic) -
16 ἀκούετ'
ἀ̱κούετο, ἀκούωhear: imperf ind mp 3rd sg (doric aeolic)ἀκούετο, ἀκούωhear: imperf ind mid 3rd sg (epic doric aeolic)ἀ̱κούετε, ἀκούωhear: imperf ind act 2nd pl (doric aeolic)ἀκούετε, ἀκούωhear: pres imperat act 2nd plἀκούετε, ἀκούωhear: pres ind act 2nd plἀκούετε, ἀκούωhear: imperf ind act 2nd pl (epic doric ionic aeolic)ἀκούεται, ἀκούωhear: pres ind mp 3rd sgἀκούετο, ἀκούωhear: imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic) -
17 из-за
πρόθεση.1. απο, πίσω από από πέρα•смотреть из-за дверь κοιτάζω από την πόρτα•
встать из-за стола σηκώνομαι από το τραπέζι•
выскочить из-за угла ξεπετιέμαι από τη γωνία•
из-за облака выплыла опять луна από πίσω από το σύννεφο ξαναβγήκε το φεγγάρι•
он приехал из-за моря αυτός ήρθε από υπερπόντια χώρα•
приехать границы έρχομαι από το εξωτερικό.
2. λόγω, απο, εξ αιτίας•разошлись из-за пустяков χώρεσαν από το τίποτε•
из-за шума ничего не слышно από το θόρυβο τίποτε δεν ακούεται•
из-за дождя опоздал λόγω της βροχής άργησα•
из-за того από αυτό• (ένεκα τούτου)•
из-за какого-то обстоятельства από κάποιο περιστατικό•
из-за тебя все неприятности εξ αιτίας σου όλα τα δυσάρεστα•
из-за мелочей дерутся από μικροπράγματα τσακώνονται•
жениться из-за денег παντρεύομαι για χρήματα•
из-за тебя мы мучимся здесь από σένα !εμείς βασανιζόμαστε εδώ;
-
18 муха
-и θ.μΰγα•комнатная муха οικιακή μύγα.
εκφρ.кзлые -и – χιονονιφάδες•до белых мух – ώσπου να πέσουν τα πρώτα χιόνια•-и мрут ή дохнут – ανυπόφορη πλήξη, σκασίλα•- и не обидит – δεν πειράζει ούτε μυρμήγκι (πράος, άκακος άνθρωπος)•-у раздавить (ή задавить, зашибить) – απλ. κρασοπίνω•считать мух – σκοτώνω μύγες (χαζεύω)•делать из -ж слона – κάνω την τρίχα τριχιά (μεγαλοποιώ;, υπερβάλλω)•быть под -ой ή с -ой – είμαι σουρωμένος, τά χω τσούξει• (какая) муха укусила его τι ερεθίστηκε (τσατίστηκε) έτσι• από τι πειράχτηκε•так тихо, что слышно, как муха пролетит – τέτοια ησυχία, που και η μύγα ακούεται όταν πετά (точно) -у проглотил του κακοφάνηκε πολύ, κόκκαλο του στάθηκε στο λαιμό. -
19 подать
подать 1-и θ. παλ. φόρος ατομικός.подать 2ρ.σ.μ., παρλθ. χρ. подал, -ла, -ло; βλ. κλπ. γραμμ. στοιχεία ρ. дать.1. δίνω, προσφέρω•подать стул προσφέρω κάθισμα•
подать руку δίνω το χέρι.
|| (για πανωφόρι, γούνα κλπ.) δίνω βοηθώ να ντύσει.2. προσφέρω, σερβίρω•подать ужин σερβίρω το δείπνο•
подать кушанье на стол σερβίρω το φαγητό στο τραπέζι.
3. ελεώ, δίνω ελεημοσύνη•подать нищему δίνω ελεημοσύνη στο ζητιάνο.
4. παρέχω, φέρω, τροφοδοτώ.5. υποβάλλω•подать заявление υποβάλλω αίτηση•
рапорт υποβάλλω αναφορά•
подать в отставку υποβάλλω παραίτηση.
6. μετακινώ, μετατοπίζω, μεταθέτω•подать бревно μετακινώ το κούτσουρο.
7. (αθλτ.) πασάρω, δίνω πάσα.8. (σε συνδυασμό με πολλά ουσ. αποδίδεται στα ελλη.νικά με ρ. που σχηματίζεται από το ουσιαστικό): подать весть ειδοποιώ•подать совет συμβουλεύω•
подать милости ελεώ.
9. παρασταίνω, απεικονίζω•автор -ал своих героев в реалистических тонах ο συγγραφέας απεικόνισε τους ήρωες του ρεαλιστικά.
εκφρ.подать голос – α) φωνάζω, ακούεται η φωνή μου φωνάζω παρών, β) ψηφίζω, δίνω την ψήφο•подать мысль – φέρω στο νου τη σκέψη• λέγω τη σκέψη• συμβουλεύω, ορμηνεύω•подать пример – δίνω το παράδειγμα•подать руку – α) δίνω το χέρι για χαιρετισμό, β) δίνω χέρι βοήθειας.1. υποκύπτω (κάτω από το βάρος, πίεση κ.τ.τ.). || μετακινούμαι, μετατοπίζομαι, μεταθέτομαι•подать в сторону μετακινούμαι στην άκρη.
|| μτφ. αλλάζω, μεταβάλλομαι (από στενοχώρια, δοκιμασίες κ.τ.τ.).μτφ. υποκύπτω, αναγκάζομαι να συμφωνήσω.2. κατευθύνομαι προς, παίρνω δρόμο για φεύγω. -
20 слыхать
ρ.δ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. слыханный, βρ: -хан, -а, -о.1. βλ. слышать.2. βλ. слышно (2, 3 σημ.)3. (παρνθ. λ.) όπως ακούεται ή λέγεται•ты слыхать, за новую работу принялся εσύ, όπως ακούω, έπιασες καινούρια δουλειά.
εκφρ.слыханное (слыхано) ли дело – (απλ.) ακούστηκε ποτέ τέτοιο πράγμα (απίθανο)•где это слыхано – που ακούστηκε αυτό.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀκούεται — ἀκούω hear pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CHRISTUS — I. CHRISTUS Iesu mundi Redemptoris cognomentum. Ab Hebraeo vel Sytiaco Gap desc: Hebrew sic dictus, Ioh. c. 1. v. 42. Εὑρήκαμεν τὸν Μεςςίαν, ὅ ἐςτι μεθερμηνευόμενον, ὁ Χριςτὸς. Ubi Nounus, Σύτγενε Μεςςίαν σοφὸν εὕρομεν, ὃς θεὸς ἀνὴθ Χριςτὸς… … Hofmann J. Lexicon universale
MASAESYLIA — regio Libyae, Maurusiis contermina Steph. populi Masaesylii. Dionys. v. 187. Ε῎νςθα Μασαισύλιοί τε καὶ ἀγρόνομοι Μασυλῆες Βόσκονται σὺν παισὶν ἀν᾿ ἤπειρόν τε καὶ ὅλην, Μαιόμενοι βιότοιο κακὴν και ἀεικέα ςθήρην. Οὐ γὰρ γειομόροιο τομήν ἐδάησαν… … Hofmann J. Lexicon universale
NOMADES — I. NOMADES Africae populi inter Zeugitanam regionem et Mauritaniam siti, qui postea literis aliquot mutatis Numidae appellati sunt. Hos scribit Sallustius Bell. Iugurth. c. 18. ex Persis ortum eraxisse, qui Herculem in Hispaniam comitati sunt,… … Hofmann J. Lexicon universale
έσωθεν — (ΑΜ ἔσωθεν, Α σπαν. και ἔσωθε και μόνο στον Ιπποκρ. εἴσωθεν) επίρρ. 1. από μέσα («ακούεται φωνή έσωθεν») νεοελλ. από το εσωτερικό μέρος, από την εσωτερική όψη («ο μανδύας είναι επενδεδυμένος έσωθεν διά δέρματος») μσν. 1. στα σωθικά, μέσα στην… … Dictionary of Greek
ακούω — (Α ἀκούω) (νεοελλ. και ακούγω) 1. έχω την αίσθηση τής ακοής, αντιλαμβάνομαι με το αισθητήριο τής ακοής 2. αντιλαμβάνομαι κάτι με το αφτί, φθάνει στα αφτιά μου κάποιος ήχος 3. πληροφορούμαι, μαθαίνω κάτι άμεσα ή έμμεσα, γνωρίζω, «φθάνει κάτι στ’… … Dictionary of Greek
ηχηρός — και ηχερός, ή, ό 1. αυτός που παράγει δυνατό ήχο ή κρότο, βροντώδης, ηχητικός, ηχογόνος («ηχηρή φωνή») 2. αυτός που ακούεται ευκρινώς, που γίνεται αντιληπτός 3. φρ. «ηχηροί φθόγγοι» ή «ηχηρά σύμφωνα» οι φθόγγοι που εκφωνούνται όταν οι φωνητικές… … Dictionary of Greek
Ρέθυμνο — Πόλη της Κρήτης, πρωτεύουσα της ομώνυμης πρώην επαρχίας (350 τ. χλμ.) και του ομώνυμου νομού, η τρίτη σε πληθυσμό πόλη της Κρήτης μετά τον Ηράκλειο και τα Χανιά. στον δήμο Ρ., υπάγονται οι οικισμοί Γάλλος, Ξηρό Χωριό, Αγία Ειρήνη, Γιαννούδι,… … Dictionary of Greek
ακρόαση — η 1. το να ακούει κανείς με προσοχή: Μετά την ακρόαση του Ευαγγελίου ακολούθησε το κήρυγμα. 2. το να γίνεται κανείς δεκτός και να ακούεται από επίσημα πρόσωπα: Ζήτησα ακρόαση από τον πρύτανη. 3. (ιατρ.), η εξέταση από το γιατρό του αρρώστου με το … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανάκουστος — η, ο 1. αυτός που δεν ακούεται, ο σιγανός: Μιλούσε ανάκουστα. 2. πρωτάκουστος: Μου λες πράγματα ανάκουστα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πυροβολισμός — ο η πράξη και το αποτέλεσμα του πυροβολώ ή ο κρότος που ακούεται … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)