-
1 ακατανόητος
[акатаноитос] εκ. непонятный, непостижимый,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ακατανόητος
-
2 непонятный
непонятный 1) ακατανόητος* мне \непонятныйо... δεν καταλαβαίνω 2) (загадочный) παράξενος* * *1) ακατανόητοςмне непоня́тно… — δεν καταλαβαίνω
2) ( загадочный) παράξενος -
3 невнятный
невнятн||ыйприл συγκεχυμένος, μπερδεμένος, ἀκατανόητος:\невнятныйая речь μπερδεμένες κουβέντες· \невнятныйые крики συγκεχυμένες κραυγές. -
4 невразумительный
невразумительныйприл ἀκατανόητος, ἀκαταλαβίστικος, μπερδεμένος:\невразумительный ответ ἡ ἀκαταλαβίστικη ἀπάντηση. -
5 недоступный
недосту́пн||ыйприл1. ἀπρόσιτος, ἀπροσπέλαστος, ἀπροσέγγιστος, ἀπλησίαστος:\недоступныйые цены ἀπρόσιτες τιμές·2. (для понимания) ἀκατάληπτος, ἀκατανόητος:это \недоступныйο моему́ пониманию αὐτό γιά μένα εἶναι ἀκατανόητο. -
6 необъяснимый
необъяснимыйприл ἀνεξήγητος / ἀκατανόητος (непонятный):\необъяснимый случай ἡ ἀκατανόητη περίπτωση. -
7 непоиятный
непоиятн||ыйприл1. ἀκατανόητος, ἀκατάληπτος / δυσνόητος, σκοτεινός (неясный)·2. (загадочный, странный) παράξενος, ἀνεξήγητος, ἀλλόκοτος:\непоиятныйый случай τό παράξενο συμβάν. -
8 непостижимый
непостижимыйприл ἀσύλληπτος, ἀκατανόητος· ◊ уму непостижимо δέν τό χωράει ὁ νοῦς. -
9 невразумительный
[νιβραζουμίτιλ'νυΐ] εκ. ακατανόητος -
10 недоступный
[ντνταστούπνυϊ] εκ. απροσπέλαστός, ακατανόητος -
11 необъяснимый
[νιαμπ'γισνίμυΐ] εκ. ανεξήγητος, ακατανόητος -
12 непонятный
[νιπανγιάτνυΤ] εκ. ακατανόητος, παράξενος -
13 непостижимый
[νυιαστιζύμυΐ] εκ. ασύλληπτος, ακατανόητος -
14 невразумительный
[νιβραζουμίτιλ'νυϊ] επ ακατανόητος -
15 недоступный
[ντνταστούπνυϊ] επ απροσπέλαστός, ακατανόητος -
16 необъяснимый
[νιαμπ'γισνίμυϊ] επ ανεξήγητος, ακατανόητος -
17 непонятный
[νιπανγιάτνυΤ] επ ακατανόητος, παράξενος -
18 непостижимый
[νυιαστιζύμυϊ] επ ασύλληπτος, ακατανόητος -
19 маловразумительный
επ., βρ: -лен, -льна, -льноλίγο παράλογος• ασαφής• ακατάληπτος, ακαταλαβίστικος, ακατανόητος•-ое изложение ακατάληπτη έκθεση•
маловразумительный ответ ασαφής απάντηση.
-
20 мистический
επ.μυστικιστικός. || μτφ. ανεξήγητος, ακατανόητος, ακατάληπτος.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀκατανόητος — inconceivable masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακατανόητος — η, ο (Α ἀκατανόητος, ον) αυτός που δεν μπορεί να γίνει κατανοητός, καταληπτός νεοελλ. ο περίεργος, ο ανεξήγητος μσν. αυτός που δεν μπορεί να καταντήσει κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + κατανοῶ. ΠΑΡ. νεοελλ. ακατανοησία] … Dictionary of Greek
ακατανόητος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν μπορεί να γίνει κατανοητός: Το βιβλίο αυτό είναι ακατανόητο. 2. περίεργος, ανεξήγητος: Η στάση του ανθρώπου αυτού μου είναι ακατανόητη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀκατανοήτως — ἀκατανόητος inconceivable adverbial ἀκατανόητος inconceivable masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκατανόητον — ἀκατανόητος inconceivable masc/fem acc sg ἀκατανόητος inconceivable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκατανοήτοις — ἀκατανόητος inconceivable masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκατανοήτου — ἀκατανόητος inconceivable masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκατανοήτῳ — ἀκατανόητος inconceivable masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκατανόητα — ἀκατανόητος inconceivable neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκατανόητοι — ἀκατανόητος inconceivable masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άληπτος — ἄληπτος, ον (Α) [λαμβάνω] 1. αυτός που δεν μπορεί κανείς να τόν νικήσει ή να τόν πιάσει, ακατάβλητος, ασύλληπτος 2. ακατάληπτος, ακατανόητος 3. (στη στωική φιλοσοφία) (ο πληθ. ουδ. ως ουσ.) τα άληπτα τα απαράδεκτα, σε αντίθ. προς τα ληπτά … Dictionary of Greek