-
1 ακατάλληλος
[акаталлилос] εκ. несоответствующий, неприличный.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ακατάλληλος
-
2 непригодный
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > непригодный
-
3 неблагоприятный
-
4 нелётный
нелётный: \нелётныйая погода о καιρός ακατάλληλος για πτήση* * *нелётная пого́да — ο καιρός ακατάλληλος για πτήση
-
5 неподходящий
неподходящий ακατάλληλος* αταίριαστος (несоответствующий)* * *ακατάλληλος; αταίριαστος ( несоответствующий) -
6 непригодный
непригодный ακατάλληλος* άχρηστος, ανώφελος (бесполезный)* * *ακατάλληλος; άχρηστος, ανώφελος ( бесполезный) -
7 негодный
него́дн||ыйприл1. ἄχρηστος, ἀκατάλληλος:\негодныйый к употреблению ἀκατάλληλος προς χρήσιν вода, \негодныйая для питья τό μή πόσιμο νερό· \негодныйый к военной службе ὁ ἀνίκανος γιά στρατιωτική θητεία· попытка с \негодныйыми средствами ἡ προσπάθεια μέ ἀθέμιτα μέσα·2. (дурной, скверный) разг:\негодныйый человек παλιάνθρωπος. -
8 нелётный
επ.ακατάλληλος για πτήση•-ая погода ακατάλληλος καιρός για πτήση.
-
9 неспособный
επ., βρ: -бен, -бна, -бно.1. ανίκανος, αδέξιος• ακατάλληλος άπειρος•к борьбе ανίκανος για αγώνα•
неспособный к музыке ακατάλληλος για μουσική.
2. μη βολικός, δύσκολος, δυσχερής. -
10 негодность
η ακαταλληλότητατο ακατάλληλοη αχρηστίαприходить в - αχρηστεύομαι, καθίσταμαι/γίνομαι ακατάλληλοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > негодность
-
11 негодный
άχρηστος, ακατάλληλος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > негодный
-
12 река
ο ποταμός, το ποτάμιРусско-греческий словарь научных и технических терминов > река
-
13 неподходящий
неподходящийприл ἀπρόσφορος, ἀκατάλληλος. -
14 непригодностьый
непригодность||ыйприл ἄχρηστος, ἀνωφελής, ἀκατάλληλος / ἀνίκανος γιά ὑπηρεσία (о человеке):\непригодностьыйый инструмент τό ἄχρηστο ἐργαλείο· \непригодностьыйый к военной слу́жбе ὁ ἀνίκανος γιά στρατιωτική ὑπηρεσία· ни к чему́ \непригодностьыйый ἐντελῶς ἄχρηστος. -
15 неприспособленный
неприспосо́бленн||ыйприл ἀπροσάρμοστος, ἀσυνήθιστος (о человеке)/ ἀκατάλληλος (непригодный). -
16 неурочный
неурочн||ыйприл ἀκαιρος, παράκαιρος, ἀκατάλληλος:прийти́ в \неурочныйое время Ερχομαι σέ ἀκατάλληλη ὠρα -
17 неподходящий
[νιπατχαντγιάστσιϊ] εκ. ακατάλληλος -
18 неподходящий
[νιπατχαντγιάστσιϊ] επ ακατάλληλος -
19 бракованный
επ.σκάρτος, αποσκορακισμένος, ακατάλληλος, άχρηστος. || ελαττωματικός, βλαμμένος. -
20 жительство
-а ουδ.διαμονή•место (постоянного) -а τόπος (μόνιμης) διαμονής•
переменить место -а αλλάζω τόπο διαμονής•
неудобный для -а ακατάλληλος για διαμονή•
εκφρ.вид на жительство – βλ. вид.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀκατάλληλος — not fitting together masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακατάλληλος — η, ο (Α ἀκατάλληλος, ον) αυτός που δεν προσαρμόζεται σε κάτι, δεν ταιριάζει με κάτι, ο ασύμφωνος ή ο άκαιρος, ο άτοπος «ακατάλληλη ώρα», «ακατάλληλος υπάλληλος», «ακατάλληλη ταινία» ή «έργο» ταινία ή έργο που δεν πρέπει να παρουσιαστεί ή να… … Dictionary of Greek
ακατάλληλος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν προσαρμόζεται σε κάτι: Το κτίριο κρίθηκε ακατάλληλο για σχολείο. 2. (για θεάματα και αναγνώσματα), αυτός που δεν επιτρέπεται σε ανήλικους, άσεμνος: Το βιβλίο αυτό είναι ακατάλληλο για παιδιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀκαταλληλότερον — ἀκατάλληλος not fitting together adverbial comp ἀκατάλληλος not fitting together masc acc comp sg ἀκατάλληλος not fitting together neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαταλλήλως — ἀκατάλληλος not fitting together adverbial ἀκατάλληλος not fitting together masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκατάλληλον — ἀκατάλληλος not fitting together masc/fem acc sg ἀκατάλληλος not fitting together neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαταλληλότερα — ἀκατάλληλος not fitting together neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαταλλήλοις — ἀκατάλληλος not fitting together masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαταλλήλου — ἀκατάλληλος not fitting together masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαταλλήλους — ἀκατάλληλος not fitting together masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαταλλήλων — ἀκατάλληλος not fitting together masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)