Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ακατάλληλος

См. также в других словарях:

  • ἀκατάλληλος — not fitting together masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακατάλληλος — η, ο (Α ἀκατάλληλος, ον) αυτός που δεν προσαρμόζεται σε κάτι, δεν ταιριάζει με κάτι, ο ασύμφωνος ή ο άκαιρος, ο άτοπος «ακατάλληλη ώρα», «ακατάλληλος υπάλληλος», «ακατάλληλη ταινία» ή «έργο» ταινία ή έργο που δεν πρέπει να παρουσιαστεί ή να… …   Dictionary of Greek

  • ακατάλληλος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν προσαρμόζεται σε κάτι: Το κτίριο κρίθηκε ακατάλληλο για σχολείο. 2. (για θεάματα και αναγνώσματα), αυτός που δεν επιτρέπεται σε ανήλικους, άσεμνος: Το βιβλίο αυτό είναι ακατάλληλο για παιδιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀκαταλληλότερον — ἀκατάλληλος not fitting together adverbial comp ἀκατάλληλος not fitting together masc acc comp sg ἀκατάλληλος not fitting together neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαταλλήλως — ἀκατάλληλος not fitting together adverbial ἀκατάλληλος not fitting together masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκατάλληλον — ἀκατάλληλος not fitting together masc/fem acc sg ἀκατάλληλος not fitting together neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαταλληλότερα — ἀκατάλληλος not fitting together neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαταλλήλοις — ἀκατάλληλος not fitting together masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαταλλήλου — ἀκατάλληλος not fitting together masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαταλλήλους — ἀκατάλληλος not fitting together masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαταλλήλων — ἀκατάλληλος not fitting together masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»