Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ακατάληκτος

См. также в других словарях:

  • ἀκατάληκτος — incessant masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακατάληκτος — η, ο 1. αυτός που δεν καταλήγει, δε φτάνει σε τέρμα: Ένας τέτοιος τρόπος αντίδρασης είναι ακατάληκτος. 2. (γραμμ.), «ονόματα ακατάληκτα» λέγονται αυτά που σε ορισμένες πτώσεις δεν έχουν κατάληξη: Τα ουδέτερα τριτόκλιτα στην ονομαστ., αιτ. και… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακατάληκτος — η, ο (Α ἀκατάληκτος, ον) και ακατάληχτος νεοελλ. 1. αυτός που δεν κατέληξε κάπου, που έμεινε ατέλειωτος 2. γραμμ. εκείνος που δεν έχει κατάληξη (αποδίδεται στα ονόματα τής γ κλίσεως, τα οποία σχηματίζουν την ονομαστική τους μόνο από το θέμα,… …   Dictionary of Greek

  • ἀκαταλήκτως — ἀκατάληκτος incessant adverbial ἀκατάληκτος incessant masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκατάληκτον — ἀκατάληκτος incessant masc/fem acc sg ἀκατάληκτος incessant neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαταλήκτοις — ἀκατάληκτος incessant masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαταλήκτου — ἀκατάληκτος incessant masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαταλήκτους — ἀκατάληκτος incessant masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαταλήκτων — ἀκατάληκτος incessant masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαταλήκτῳ — ἀκατάληκτος incessant masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκατάληκτα — ἀκατάληκτος incessant neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»