-
1 ακατάληκτος
-
2 ἀκατάληκτος
-
3 ακαταληκτος
21) не имеющий конца Diog.L.2) стих. неусеченный, акаталектический -
4 ακατάληκτος
η, ο [ος, ον ]1) незаконченный; 2) грам, не имеющий окончания -
5 ἀκατάληκτος
ἀκατά-ληκτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκατάληκτος
-
6 ἀκατάληκτος
-
7 ακαταλήκτως
-
8 ἀκαταλήκτως
-
9 ακατάληκτον
-
10 ἀκατάληκτον
-
11 ακατάληχτος
η, ο см. ακατάληκτος -
12 ακαταλήκτοις
-
13 ἀκαταλήκτοις
-
14 ακαταλήκτου
-
15 ἀκαταλήκτου
-
16 ακαταλήκτους
-
17 ἀκαταλήκτους
-
18 ακαταλήκτω
-
19 ἀκαταλήκτῳ
-
20 ακαταλήκτων
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀκατάληκτος — incessant masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακατάληκτος — η, ο 1. αυτός που δεν καταλήγει, δε φτάνει σε τέρμα: Ένας τέτοιος τρόπος αντίδρασης είναι ακατάληκτος. 2. (γραμμ.), «ονόματα ακατάληκτα» λέγονται αυτά που σε ορισμένες πτώσεις δεν έχουν κατάληξη: Τα ουδέτερα τριτόκλιτα στην ονομαστ., αιτ. και… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακατάληκτος — η, ο (Α ἀκατάληκτος, ον) και ακατάληχτος νεοελλ. 1. αυτός που δεν κατέληξε κάπου, που έμεινε ατέλειωτος 2. γραμμ. εκείνος που δεν έχει κατάληξη (αποδίδεται στα ονόματα τής γ κλίσεως, τα οποία σχηματίζουν την ονομαστική τους μόνο από το θέμα,… … Dictionary of Greek
ἀκαταλήκτως — ἀκατάληκτος incessant adverbial ἀκατάληκτος incessant masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκατάληκτον — ἀκατάληκτος incessant masc/fem acc sg ἀκατάληκτος incessant neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαταλήκτοις — ἀκατάληκτος incessant masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαταλήκτου — ἀκατάληκτος incessant masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαταλήκτους — ἀκατάληκτος incessant masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαταλήκτων — ἀκατάληκτος incessant masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαταλήκτῳ — ἀκατάληκτος incessant masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκατάληκτα — ἀκατάληκτος incessant neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)