-
1 ненормированный
ακαθόριστοςμη προδιαγεγραμμένοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > ненормированный
-
2 неопределённый
-
3 неясный
-
4 неопределённый
επ., βρ: -лнен, -лнна, -лнноαόριστος, ακαθόριστος, ασαφής• αδι-ευκρίνητος• αβέβαιος•на -ое время επ αόριστο•
-ые условия ακαθόριστες συνθήκες ή όροι•
неопределённый ответ αόριστη απάντηση•
-ое положение αβέβαιη κατάσταση•
-ая окраска ακαθόριστος χρωματισμός.
εκφρ.- ое местоимение – (γραμμ.) αόριστη αντωνυμία•- ая форма глагола – το απαρέμφατο•неопределённый член – αόριστο άρθρο. -
5 неопределённый
αόριστ/οςακαθόριστοςαδιευκρίνητοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > неопределённый
-
6 произвольный
1. (ничем не стесняемый, свободный) ελεύθερος, ανεξάρτητος, αδέσμευτος, απεριόριστος 2. (производимый самовольно, по своему усмотрению) αυθαίρετος, ακαθόριστος 3. (не вытекающий из чего-л., лишённый доказательств) αβάσιμος, δίχως έρεισμα, αυθαίρετος, ανα-πόδεικτος, αθεμελίωτος, αστήρικτος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > произвольный
-
7 ненормированный
ненормированныйприл ἀκαθόριστος:\ненормированный рабочий день ἐργάσιμη ήμερα χωρίς καθορισμένο ὠράριο. -
8 неопределенный
неопределенн||ыйприл ἀόριστος, ἀκαθόριστος / ἀσαφής (не-ясный):\неопределенныйый цвет τό ἀκαθόριστο χρῶμα· \неопределенныйый ответ ἡ ἀσαφής ἀπάντησις· отложить на \неопределенныйое время ἀναβάλλω ἐπ' ἀόριστον ◊ \неопределенныйый член грам. τό ἀόριστο[ν] ἄρ-θρο[ν]· \неопределенныйое наклонение грам. τό ἀπα-ρέμφατον. -
9 неотчетливый
неотчетливыйприл ἀσαφής, ἀκαθόριστος, συγκεχυμένος, μή εὐκρινής. -
10 шум
шумм ἡ φασαρία, ὁ θόρυβος/ ὁ κρότος (грохот)/ τό βούϊσμα (ветра, деревьев):неясный \шум ἀκαθόριστος θόρυβος· оглушительный \шум ἐκκωφαντικός θόρυβος' \шум и гам χαλασμός κόσμου· поднимать \шум κάνω κρότο, κάνω θόρυβο· наделать \шуму κάνω (или προκαλώ) θόρυβο· ◊ \шум в ушах τό βούίσμα στ' αὐτιά· много \шума из ничего́ πολύς θόρυβος γιά τό τίποτε. -
11 ненормированный
[νιναρμίραβαννυϊ] εκ. ακαθόριστος -
12 ненормированный
[νιναρμίραβαννυϊ] επ ακαθόριστος -
13 ненормированный
επ.ακαθόριστος•ненормированный рабочий день ακαθόριστο ωράριο εργάσιμης μέρας•
ненормированный труд ακαθόριστο όριο εργασίας..
-
14 неурочный
επ.1. ακαθόριστος (για χρόνο).2. ακατάλληλος, ασυνήθιστος άτοπος•в неурочный час σε ακατάλληλη ώρα.
-
15 смутный
επ., βρ: -тен, -тна, -тно.1. συγκεχυμένος, ανάστατος, -τωμένος, χαώδης.2. ταραγμένος, φοβισμένος, έμφοβος• ανήσυχος.3. ασαφής, αξεκαθάριστός, ακαθόριστος, αόριστος• αμυδρός• χαώδης. -
16 сумеречный
επ., βρ: -чен, -чна, -о.1. τουσούρουπου, του λυκόφωτου. || θαμπός, μουντός, αμυδρός. || μτφ. άχαρος, αν ιαρός, ανούσιος. || μτφ. ασαφής, συγκεχυμένος• ακαθόριστος.2. (για ζώα, έντομα) νυχτερινός, εσπερινός• νυκτόβιος.εκφρ.- ое состояние – η σκοτοδίνη, σκοτοδινίαση.
См. также в других словарях:
ακαθόριστος — η, ο και ος, ον [καθορίζω] αυτός που δεν έχει ή δεν μπορεί να προσδιοριστεί με ακρίβεια, ασαφής, απροσδιόριστος … Dictionary of Greek
ακαθόριστος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν προσδιορίστηκε με ακρίβεια, αόριστος: Οι αρμοδιότητές του ήταν ακόμη ακαθόριστες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αβέβαιος — αία και αιη, ο (Α ἀβέβαιος, ον) [βέβαιος] 1. άστατος, ασταθής, ευμετάβλητος 2. ασαφής, άδηλος, ακαθόριστος 3. το ουδ. ως ουσ. το αβέβαιο(ν) η αβεβαιότητα*. νεοελλ. αυτός που δεν είναι βέβαιος, σίγουρος για κάτι … Dictionary of Greek
αδιόριστος — η, ο (Α ἀδιόριστος, ον) νεοελλ. ο μη διορισμένος σε δημόσια ή ιδιωτική υπηρεσία αρχ. αυτός που δεν ορίζεται, ακαθόριστος, απροσδιόριστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + διορίζω. ΠΑΡ. αρχ. αδιοριστία] … Dictionary of Greek
αειδής — ἀειδής, ές (AM) 1. ο δίχως μορφή ή σχήμα, άμορφος 2. ο δίχως σωματική μορφή, ασώματος, αόρατος, άυλος μσν. 1. σκοτεινός, μουντός 2. ασήμαντος, τιποτένιος αρχ. 1. άσχημος, δύσμορφος 2. ακαθόριστος, απροσδιόριστος 3. ανεξιχνίαστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ… … Dictionary of Greek
αλόγιστος — η, ο (Α ἀλόγιστος, ον) αυτός που δεν συλλογίζεται, ασυλλόγιστος, απερίσκεπτος, αστόχαστος αρχ. 1. αυτός που δεν μπορεί να υπολογιστεί, αόριστος, ακαθόριστος 2. αυτός που δεν αξίζει να ληφθεί υπ’ όψιν, φαύλος, ποταπός, τιποτένιος 3. το ουδ. ως ουσ … Dictionary of Greek
ανεπίκριτος — η, ο (AM ἀνεπίκριτος, ον) νεοελλ. εκείνος εναντίον του οποίου δεν έχει ή δεν είναι δυνατόν να διατυπωθεί επίκριση μσν. αυτός που δεν γίνεται σύμφωνα με την ορθή κρίση, ο παράλογος αρχ. 1. αυτός για τον οποίο δεν μπορεί να υπάρξει οριστική κρίση,… … Dictionary of Greek
αοριστώδης — ἀοριστώδης ( ους), ες (AM) ο ακαθόριστος … Dictionary of Greek
απαράγραφος — ἀπαράγραφος, ον (Α) ακαθόριστος, απροσδιόριστος … Dictionary of Greek
ατελής — Γένος πλατύρρινων πιθήκων της τάξης των πρωτευόντων θηλαστικών. Περιλαμβάνει διάφορα είδη, που ζουν στην Κεντρική και Νότια Αμερική κατ’ αγέλες στα ισημερινά δάση. Ένα είδος που ζει στη Βραζιλία (ateles paniscus) έχει σώμα λεπτό, μικρό κεφάλι,… … Dictionary of Greek
αόριστος — Χρόνος ρήματος που φανερώνει πως εκείνο που σημαίνει το ρήμα έγινε στο παρελθόν. Είναι χρόνος στιγμιαίος, ενώ υπάρχει ενεργητικός, παθητικός και δεύτερος παθητικός. Λέγεται και αρχικός χρόνος, γιατί από το θέμα του σχηματίζονται οι στιγμιαίοι… … Dictionary of Greek