-
1 ακίνητος
[акинитос] επ. неподвижный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ακίνητος
-
2 неподвижный
-
3 неподвижный
неподви́жн||ыйприл ἀκίνητος, ἀσάλευτος:\неподвижныйый взгляд τό ἀπλανές βλέμμα· \неподвижныйое лицо τό ἀπαθές πρόσωπο[ν]· быть \неподвижныйым μένω ἀκίνητος· \неподвижныйая цель воен. ὁ σταθερός στόχος. -
4 недвижимый
επ., βρ: -жим, -а, -о κ. недвижимый βρ: -жим, -а, -о.1. ακίνητος, ακούνητος.2. (για περιουσία) ακίνητος•- ое имущество ή имение ακίνητη περιουσία.
-
5 неподвижный
επ., βρ: -жен, -жна, -жноακίνητος, ακούνητος, ασάλευτος•он остался -ым αυτός έμεινε ακίνητος•
-ые звзды απλανή αστέρια.
|| αδρανής αργοκίνητος, βραδυκίνητος. || χαλαρός, άτονος•неподвижный взгляд απλανές βλέμμα•
-ое лицо αδιάφορο (απαθές) πρόσωπο.
-
6 стоячий
-ая, -ееεπ.1. ορθός, όρθιος, ορθωμένος•стоячий воротник ορθός γιακάς•
в -ем положении σε όρθια στάση.
2. στάσιμος, στεκούμενος, λιμνάζων. || ακίνητος•стоячий воздух ακίνητος αέρας, άπνοια.
-
7 недвижимость
η ακίνητη περιουσίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > недвижимость
-
8 неподвижно
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > неподвижно
-
9 прикол
мор. το δέσιμο (του πλοίου), η ακινητοποίησηстоять на - е μένω δε-μένος/ακίνητος (στο λιμάνι).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > прикол
-
10 простаивать
1. (находиться какое-л. время в положении стоя) στέκομαι όρθια 2. (быть где-л. какое-л. время) μένω, παραμένω 3. (быть какое-л. время в бездействии, не функционируя) αδρανώ 4. (оставаться без изменения в течение какого-л. времени) παραμένω ακίνητος/αδρανής.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > простаивать
-
11 изваяние
извая||ниес τό γλυπτό, τό ἀγαλμα:как \изваяние ἀκίνητος σάν ἀγαλμα. -
12 недвижимостьый
недвижимость||ыйприл (об имуществе) ἀκίνητος. -
13 неподвижно
неподви́жн||опарен. ἀκίνητα, ἀσάλευτα:стоять \неподвижно στέκομαι ἀκίνητος. -
14 оседлый
оседл||ыйприл μόνιμος (о племенах и т. п.)/ ἀκίνητος (об образе жизни). -
15 шелохиуться
шелохи||утьсясов σαλεύω (άμετ), κουνιέμαι:ни один лист не \шелохиутьсяется φύλλο δέν κουνιέται· стоить не \шелохиутьсяу́вшись στέκομαι ἀκίνητος. -
16 недвижимый
[νιντβίζιμυΐ] εκ. ακίνητος -
17 неподвижный
[νιπαντβίζνυϊ] εκ. ακίνητος -
18 недвижимый
[νιντβίζιμυϊ] επ ακίνητος -
19 неподвижный
[νιπαντβίζνυϊ] επ ακίνητος -
20 вкопать
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. вкопанный, βρ: -пан, -а, -оβάζω, τοποθετώ, στερεώνω•вкопать столб βάζω στύλο.
εκφρ.как вкопанный – σαν στύλος (ακίνητος).σκάβω, χώνομαι σκάβοντας.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀκίνητος — unmoved masc nom sg ἀκίνητος unmoved masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακίνητος — η, ο (Α ἀκίνητος, ον) και ακούνητος, ιστός αυτός που δεν κινείται, ο ασάλευτος «στάθηκε ακίνητος» αρχ. «ἄστρα ἀκίνητα», οι απλανείς αστέρες (Πολυδ.) μσν. νεοελλ. ἀκίνητος ἑορτή γιορτή η οποία γιορτάζεται πάντα σε σταθερή ημερομηνία νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek
ακίνητος — η, ο 1. αυτός που δεν κινήθηκε, ακούνητος: Στεκόταν πάντα στην ίδια θέση ακίνητος. 2. αυτός που δεν μπορεί να μετακινηθεί, να μετατεθεί: Ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου είναι γιορτή ακίνητη. 3. «ακίνητη περιουσία», αυτή που αποτελείται από ακίνητα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀκινητότερον — ἀκίνητος unmoved adverbial comp ἀκίνητος unmoved masc acc comp sg ἀκίνητος unmoved neut nom/voc/acc comp sg ἀκίνητος unmoved adverbial comp ἀκίνητος unmoved masc acc comp sg ἀκίνητος unmoved neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκινητοτέραις — ἀκίνητος unmoved fem dat comp pl ἀκινητοτέρᾱͅς , ἀκίνητος unmoved fem dat comp pl (attic) ἀκίνητος unmoved fem dat comp pl ἀκινητοτέρᾱͅς , ἀκίνητος unmoved fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκινητότατα — ἀκίνητος unmoved adverbial superl ἀκίνητος unmoved neut nom/voc/acc superl pl ἀκίνητος unmoved adverbial superl ἀκίνητος unmoved neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκινητότατον — ἀκίνητος unmoved masc acc superl sg ἀκίνητος unmoved neut nom/voc/acc superl sg ἀκίνητος unmoved masc acc superl sg ἀκίνητος unmoved neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκινήτω — ἀκίνητος unmoved masc/neut nom/voc/acc dual ἀκίνητος unmoved masc/neut gen sg (doric aeolic) ἀκίνητος unmoved masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἀκίνητος unmoved masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκινήτως — ἀκίνητος unmoved adverbial ἀκίνητος unmoved masc acc pl (doric) ἀκίνητος unmoved adverbial ἀκίνητος unmoved masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκίνητον — ἀκίνητος unmoved masc acc sg ἀκίνητος unmoved neut nom/voc/acc sg ἀκίνητος unmoved masc/fem acc sg ἀκίνητος unmoved neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκινήτων — ἀκίνητος unmoved fem gen pl ἀκίνητος unmoved masc/neut gen pl ἀκίνητος unmoved masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)