-
1 ακέρδητος
ος, ον, ακέρδιστος, η, ο [ος, ον ]1) невыигранный; 2) невыигравший; З) не имеющий шансов на выигрыш -
2 ακέρδε(υ)τος
η, ο см. ακέρδητος -
3 ακέρδε(υ)τος
η, ο см. ακέρδητος
См. также в других словарях:
ακέρδητος — η, ο [κερδώ] ο ακέρδιστος … Dictionary of Greek
ακέρδιστος — η, ο και ακέρδητος [κερδίζω] 1. αυτός που δεν έχει κερδηθεί ή δεν μπορεί να κερδηθεί, να αποκτηθεί 2. αυτός που δεν έχει κερδίσει … Dictionary of Greek
ακέρδευτος — ακέρδευτος, η, ο και ακέρδητος, η, ο και ακέρδιστος, η, ο 1. αυτός που δεν κέρδισε: Από τη δουλειά εκείνη είχε βγει ακέρδιστος. 2. αυτός που δεν κερδήθηκε, δεν αποχτήθηκε: Με όλα τα έξοδα στα δικαστήρια το χτήμα έμεινε ακέρδευτο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)