Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ακέρδητος

См. также в других словарях:

  • ακέρδητος — η, ο [κερδώ] ο ακέρδιστος …   Dictionary of Greek

  • ακέρδιστος — η, ο και ακέρδητος [κερδίζω] 1. αυτός που δεν έχει κερδηθεί ή δεν μπορεί να κερδηθεί, να αποκτηθεί 2. αυτός που δεν έχει κερδίσει …   Dictionary of Greek

  • ακέρδευτος — ακέρδευτος, η, ο και ακέρδητος, η, ο και ακέρδιστος, η, ο 1. αυτός που δεν κέρδισε: Από τη δουλειά εκείνη είχε βγει ακέρδιστος. 2. αυτός που δεν κερδήθηκε, δεν αποχτήθηκε: Με όλα τα έξοδα στα δικαστήρια το χτήμα έμεινε ακέρδευτο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»