-
21 век
векм1. (столетие) ὁ αἰώνας, ὁ αἰών. в девятнадцатом \веке στό δέκατο ἐνατο αίῶνα·2. (эпоха) ὁ αἰώνας, ἡ ἐποχή:золотой \век ὁ χρυσός αἰώνας, ὁ χρυσούς αἰών каменный \век ἡ λίθινη ἐποχἤ средние \века ὁ μεσαίωνας, οἱ μέσοι χρόνοι·3. (жизнь) разг ἡ ζωή:весь свой \век σ' ὅλη μου τή ζωή· на мой \век хватит ὀσο θά εἶμαι ζωντανός μοῦ φτάνει·4. (длительное время) разг ὁ πολύς καιρός:мы с тобой целый \век не видались ἐχουμε νά ἰδωθούμε χρόνια καί ζαμάνια· ◊ в кои-то веки разг ἐπί τέλους, ὕστερα ἀπό πολύ καιρό· на веки вечные γιά πάντα, στοός αίῶνες τῶν αίώνων· \век живи́, \век учись погов. γηράσκω ἀεί διδασκόμενος. -
22 век
-а (-у), προθτ. о -е, на -у, πλθ. -а και παλ. веки α.1. αιώνας•двадцатый ο εικοστός αιώνας.
2. εποχή•каменный век η λίθινη εποχή•
средние -а ο Μεσαίωνας•
золотой век перикла ο χρυσός αιώνας του Περικλή.
3. πολύς καιρός, χρόνος•век с тобой мы не видались χρόνια και καιρούς (ή ζαμάνια) έχομε να ειδοθούμε•
век живи век -учись παρμ. γηράσκω αεί διδασκόμενος.
4. επίρ. αιώνια, πάντοτε, μόνιμα.εκφρ.- и вечные – αιώνια, εσαεί•на -и вечные – στον αιώνα τον άπαντα•в кои -и – αραιά και που, σπανιότατα•до скончания -а – (εκκλσ.) ως τη συντέλεια του κόσμου•от -а; от -а -ов; испокон ή спокон -ов (-а, -у) – από αιώνες, από αμνημονεύτου?. χρόνους, από καταβολές κόσμου. -
23 αιων
I.1) век, жизнь(ψυχέ καὴ αἰ. Hom.; αἰ. τλήμων Soph.)
τελευτῆσαι καλῶς τὸν αἰῶνα Her. — счастливо окончить свою жизнь;αἰῶνος στερεῖν τινα Aesch., — лишать кого-л. жизни;ἐμὸν κατ΄ αἰῶνα Aesch. — пока я жив2) поколениеαἰῶνα ἐς τρίτον Aesch. — до третьего поколения;
ὅ μέλλων αἰ. Dem. — потомство3) жизненный жребий, доля, судьба(τίν΄ αἰῶν΄ ἕξεις; Eur.)
4) век, время, эпоха, эраδι΄ αἰῶνος ἀπαύστου Aesch., — в течение бесконечного времени;
μακροὺς αἰῶνας Theocr. — в течение долгих веков;εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων NT. — на веки веков5) вечностьἀπ΄ αἰῶνος Hes. — испокон веков;
τὸν δι΄ αἰῶνος χρόνον или δι΄ αἰῶνος Aesch., — вечно;τὸν αἰῶνα Plat. — навеки6) спинной мозг HH., Pind.II. -
24 век
1. (столетие) о αιώνας 2. (период времени, эпоха) η περίοδοςкаменный - (ист.) η λίθινη εποχήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > век
-
25 столетие
столетие с 1) (юбилей) η εκατονταετία 2) (век) о αιώνας* * *с1) ( юбилей) η εκατονταετία2) ( век) ο αιώνας -
26 эра
-ы θ.1. εποχή• χρονολογία•христианская эра η χριστιανική χρονολογία (που αρχίζει από τη γέννηση του Χριστού)•
до нашей -ы πριν τη χρονολογία μας (πριν Χριστό)•
нашей -ы μετά Χριστά•
новой -ы της νέας χρονολογίας (μετά Χριστό).
2. περίοδος χρονική.3. (γεωλ.) αιώνας•палеозойская эра ο παλαιοζωικός αιώνας.
-
27 βασιλεύω
βασιλεύω fut. βασιλεύσω; 1 aor. ἐβασίλευσα; pf. 3 sg. βεβασίλευκεν 2 Km 5:10 (Hom.+)① to exercise authority at a royal level, be king, rule (B-D-F §177; 233, 2; 234, 5; Rob.: 801, 833, 902).ⓐ of temporal princes τινός over (of) someth. (1 Esdr 1:37; 6:16; 1 Macc 1:16; 11:9 al.) τῆς Ἰουδαίας Mt 2:22 of Archelaus, who was called king without having the official title (Jos., Vi. 5 βασιλεύοντος Ἀρχελάου, Ant. 17, 188ff; 317ff; 18, 93 βασιλεὺς Ἀ.); τοῦ Ἰσραήλ GJs 23:2; τῶν περάτων τῆς γῆς IRo 6:1; ἐπί τινα (Gen 37:8; 1 Km 8:9; 12:1 al.) Lk 19:14, 27.—βασιλεῖαι βασιλεύσουσιν ἐπὶ τ. γῆς royal powers will reign on (the) earth (s. ἐπί 1a) B 4:4. On βασιλεὺς τ. βασιλευόντων 1 Ti 6:15 s. βασιλεύς 2b.ⓑ of God and those closely united w. himα. God (Ps.-Phoc. 111) Rv 11:17; 19:6 (s. 2 below for a difft. interpr. of both pass.).β. Christ Lk 1:33; 1 Cor 15:25; εἰς τ. αἰῶνας MPol 21.γ. God and Christ together: their βασιλεία … βασιλεύσει (s. 1a above: B 4:4) εἰς τ. αἰῶνας τ. αἰώνων (cp. Ps 9:37) Rv 11:15.δ. faithful Christians, who have been called to rule w. God Ro 5:17b; Rv 5:10 (ἐπὶ τ. γῆς, as 1a above); 20:4, 6; 22:5 (cp. Da 7:27).② to obtain royal power, become king, so esp. in aor. (Hdt. 1, 130, 1; Thu. 2, 99, 3; Polyb. 5, 40, 6; 4 Km 14:29; 15:1, 7, 10; 1 Macc 1:10 al.) Rv 11:17; 19:6 (for both s. 1bα above); GHb 70, 16–18; Ox 654, 8 (GTh 2). χωρὶς ἡμῶν ἐβασιλεύσατε without us you have become kings 1 Cor 4:8 (Appian, Basil. 1a §5 β. has the sense ‘seize the rule’).—DELG. M-M. TW. Spicq. -
28 αἰών
αἰών, ῶνος, ὁ, fem. Il. 22, 58; Hes. Sc. 331; Simonid. 92 (VII, 515); Pind. P. 4, 186; Eur. Phoen. 1484, u. einzeln bei a. D.; 1) Zeit, bes. a) Lebenszeit, Leben, Hom. τὸν λίπῃ ψυχή τε καὶ αἰών Il. 16, 453, allein 5, 685; ἐκ δ' αἰὼν πέφαται Iliad. 19, 27; ἀπ' αἰῶνος νέος ὤλεο 24, 725, du starbest jung; μηδέ τοι αἰὼν φϑινέτω Od. 5, 160, κατείβετο δὲ γλυκὺς αἰών 152; ψυχῆς τε καὶ αἰῶνός σε εὖνιν ποιήσας 9, 523; αἰῶνα φϑινύϑω 18, 204. Oft Trag., μονάδ' αἰῶνα διάγειν Eur. Phoen. 1484; αἰῶνος στερεῖν Aesch. Prom. 864; μέτριος, τλήμων Soph. Phil. 179 O. C. 1734; ἄδακρυν αἰῶνα νέμεσϑαι Pind. Ol. 2, 74; vgl. Xen. Cyr. 3, 3, 3; αἰῶνα τελευτῆσαι, sein Leben endigen, Her. 1, 32; διαφέρειν, hinbringen, 3, 40. – b) lange Zeit, Ewigkeit, μακρὸς αἰών Aesch. Suppl. 577, vgl. μακροὺς αἰῶνας ἔκειντο Theocr. 16, 43; ὁ δι' αἰῶνος χρόνος Ag. 540, u. allein δι' αἰῶνος, fortdauernd, Ch. 26; Soph. El. 1013; Arist. mund. 5 und andere Prof.; εἰς πάντα τὸν αἰῶνα, für alle Ewigkeit, Lycurg. 106. Dah. die Ableitung von αἰὲν ὤν, Arist. coel. 1, 11. – 2) Rückenmark, H. h. Merc. 42; Hippocr.
-
29 τορεω
-
30 железный
1. (содержащий железо) σιδηρούχος 2. (сделанный из железа) σιδερένιος 3. (век) (ист.) о αιώνας/η εποχή του σιδήρου.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > железный
-
31 мезозойский
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > мезозойский
-
32 столетие
η εκατονταετία, (век) о αιώνας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > столетие
-
33 железный
железн||ыйприл·1. прям., перен σιδερένιος, σιδηρούς:\железныйая руда́ τό σι-δηρομετάλλευμα, τό μέταλλον σιδήρου· \железный рудник τό σιδηρωρυχεῖο· \железный лом τά σιδερικά· \железныйая воля ἡ σιδερένια θέληση· \железныйое здоровье ἡ σιδερένια ὑγεία· \железныйая дисциплина ἡ σιδερένια πειθαρχία·2. хим.:\железный купорос τό πράσινο βιτριό-λι[ον]· \железный колчедан ὁ πυρίτης· ◊ \железныйая дорога ὁ σιδηρόδρομος· \железный век ист. ὁ σιδηρούς αίώνας, ὁ σιδηρούς αίών. -
34 просвещение
просвещ||ениес ἡ μόρφωση [-ις], ἡ παιδεία, ἡ διαφώ-τιση [-ις]· Министерство \просвещениеения τό Ύπουρ-γεῖο[ν] παιδείας· политическое \просвещениеение ἡ πολιτική διαφώτιση· век \просвещениеения ὁ αἰώνας τοῦ διαφωτισμοῦ. -
35 αζωϊκός
η, ό[ν] безжизненный;§ αζωϊκός αιώνας геол — азойская эра
-
36 νυν
νυν επίρρ.сейчас, теперь, сегодня, ныне:«νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων» — «ныне и присно и во веки веков»
Этим.< инд. nu «сейчас» -
37 century
['sen əri]noun - plural centuries1) (a (period of a) hundred years: the 19th century; for more than a century.) αιώνας2) (in cricket, a hundred runs: He has just made his second century this year.) εκατό πόντοι -
38 the Black Death
noun (the plague that killed large numbers of people in Europe in the 14th to 18th centuries) επιδημία πανώλης (14ος αιώνας) -
39 век
[βιέκ] ουσ. α. αιώνας -
40 столетие
[σταλιέτιιε] ουσ. ο. εκατονταετία, αιώνας
См. также в других словарях:
αιώνας — ο (Α αἰών, ο και η) 1. μεγάλο, απεριόριστο χρονικό διάστημα, στο παρελθόν ή στο μέλλον, μακριά σειρά ετών, χρόνια και χρόνια (στα νεοελλ. και μτφ. ή και για δήλωση υπερβολής) 2. φρ. «απ αιώνος», από ακαθόριστο χρόνο στο παρελθόν, από πολύ παλιά… … Dictionary of Greek
αιώνας — ο 1. χρονικό διάστημα εκατό ετών: Η τουρκοκρατία στην Ελλάδα κράτησε σχεδόν τέσσερις αιώνες. 2. περίοδος, εποχή: Ζούμε στον αιώνα της ατομικής ενέργειας. 3. μακρό (ακαθόριστο) χρονικό διάστημα: Είχαμε να ιδωθούμε έναν αιώνα. 4. ο ατέλειωτος… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αἰῶνας — αἰών aevum masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καινοζωικός ή τριτογενής αιώνας — Ο τελευταίος γεωλογικός αιώνας, ο οποίος περιλαμβάνει δύο μεγάλες περιόδους: το τριτογενές και το τεταρτογενές. Η διάρκειά του υπολογίζεται περίπου σε 55 65 εκατομμύρια χρόνια. Σύμφωνα με άλλες σχολές, ο κ.α. ταυτίζεται με το τριτογενές, ενώ το… … Dictionary of Greek
μεσοζωικός αιώνας — Υποδιαίρεση του γεωλογικού χρόνου που προηγείται του καινοζωικού και έπεται του παλαιοζωικού αιώνα. Ο μ.α., που ονομάζεται και δευτερογενής, διήρκεσε περίπου 120 εκατομμύρια έτη και υποδιαιρείται, από κάτω προς τα άνω, στις περιόδους τριασική (40 … Dictionary of Greek
παλαιοζωικός ή πρωτογενής αιώνας — Γεωλογικός αιώνας, που ονομάστηκε πρωτογενής όταν δεν ήταν ακόμα γνωστή η ύπαρξη αρχαιότερων εδαφών, των αρχαιοζωικών· σήμερα χρησιμοποιείται ο όρος παλαιοζωικό. Κατά τη διάρκεια του αιώνα αυτού αποτέθηκαν παχιά στρώματα ιζηματογενών πετρωμάτων… … Dictionary of Greek
αζωικός αιώνας — Παλαιότερη ονομασία του αρχαιοζωικού ή ηωζωικού αιώνα … Dictionary of Greek
ανθρωποζωικός αιώνας — Ονομασία που έδωσε ο Χέκελ στον τεταρτογενή αιώνα, τον τελευταίο από τους πέντε γεωλογικούς αιώνες στους οποίους υποδιαιρείται η ιστορία της Γης. Κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής επικρατούσαν στον πλανήτη μας ορεογραφικές, βιολογικές και… … Dictionary of Greek
Εικοστός Αιώνας — Καλλιτεχνικό περιοδικό, που εκδιδόταν τέσσερις φορές τον χρόνο στη δεκαετία 1930 40. Διευθυντής του ήταν ο Μ. Τόμπρος. Δημοσίευσε κείμενα λογοτεχνίας και μελέτης των εικαστικών τεχνών … Dictionary of Greek
κρυπτοζωικός αιώνας — Η περίοδος που καλύπτει τα πρώτα 9/10 της ιστορίας της Γης. Το τέλος του επήλθε πριν από περίπου 580.000.000 χρόνια, με την εμφάνιση του καμβρίου. Η περίοδος αυτή αποκαλείται έτσι, γιατί οι πρωτόγονοι μονοκύτταροι οργανισμοί που υποτίθεται ότι… … Dictionary of Greek
γεωλογία — Επιστήμη που μελετά την εξελικτική ιστορία της Γης και την υλική σύσταση των δυνάμεων που την διαμόρφωσαν. Αναλυτικότερα, η γ. εξετάζει τα διαδοχικά στάδια εξέλιξης του πλανήτη μας, τους διάφορους παράγοντες που επέδρασαν στη διαμόρφωση της… … Dictionary of Greek