-
1 αιώνας
αιώνας ο1) век;ΦΡ.εις τον αιώνα τού αιώνος / εις τους αιώνας των αιώνων! — и во веки веков!2) эпохаЭтим.< дргр. αιών, -ώνος < инд. aiw «жизнедеятельность, продолжительность» -
2 αιώνας
[αίών (-ώνος)] ο1) век (тж. перен.), столетие;ο εικοστός αιώνας — двадцатый век;
αιώνα έχουμε να σε δούμε — мы тебя (целый) век не видели;
2) эпоха;στον αιώνα μας — в нашу эпоху;
3) геол эра; период; эпоха;ο μεσοζωϊκός αιώνας — мезозойская эра;
§ χρυσούς *ίων золотой век;καί νυν και μέχρι τού αιώνος отныне и навеки;στον αιώνα τον άπαντα — навсегда, навечно;
εις τούς αιώνας των αιώνων во веки веков -
3 αἰῶνας
векавекиΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > αἰῶνας
-
4 αιώνας
[эонас] ουσ. а век, столетие.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αιώνας
-
5 αιώνας
[эонас]ουσ α век, столетие. -
6 αιων
I.1) век, жизнь(ψυχέ καὴ αἰ. Hom.; αἰ. τλήμων Soph.)
τελευτῆσαι καλῶς τὸν αἰῶνα Her. — счастливо окончить свою жизнь;αἰῶνος στερεῖν τινα Aesch., — лишать кого-л. жизни;ἐμὸν κατ΄ αἰῶνα Aesch. — пока я жив2) поколениеαἰῶνα ἐς τρίτον Aesch. — до третьего поколения;
ὅ μέλλων αἰ. Dem. — потомство3) жизненный жребий, доля, судьба(τίν΄ αἰῶν΄ ἕξεις; Eur.)
4) век, время, эпоха, эраδι΄ αἰῶνος ἀπαύστου Aesch., — в течение бесконечного времени;
μακροὺς αἰῶνας Theocr. — в течение долгих веков;εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων NT. — на веки веков5) вечностьἀπ΄ αἰῶνος Hes. — испокон веков;
τὸν δι΄ αἰῶνος χρόνον или δι΄ αἰῶνος Aesch., — вечно;τὸν αἰῶνα Plat. — навеки6) спинной мозг HH., Pind.II. -
7 τορεω
-
8 αζωϊκός
η, ό[ν] безжизненный;§ αζωϊκός αιώνας геол — азойская эра
-
9 νυν
νυν επίρρ.сейчас, теперь, сегодня, ныне:«νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων» — «ныне и присно и во веки веков»
Этим.< инд. nu «сейчас»
См. также в других словарях:
αιώνας — ο (Α αἰών, ο και η) 1. μεγάλο, απεριόριστο χρονικό διάστημα, στο παρελθόν ή στο μέλλον, μακριά σειρά ετών, χρόνια και χρόνια (στα νεοελλ. και μτφ. ή και για δήλωση υπερβολής) 2. φρ. «απ αιώνος», από ακαθόριστο χρόνο στο παρελθόν, από πολύ παλιά… … Dictionary of Greek
αιώνας — ο 1. χρονικό διάστημα εκατό ετών: Η τουρκοκρατία στην Ελλάδα κράτησε σχεδόν τέσσερις αιώνες. 2. περίοδος, εποχή: Ζούμε στον αιώνα της ατομικής ενέργειας. 3. μακρό (ακαθόριστο) χρονικό διάστημα: Είχαμε να ιδωθούμε έναν αιώνα. 4. ο ατέλειωτος… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αἰῶνας — αἰών aevum masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καινοζωικός ή τριτογενής αιώνας — Ο τελευταίος γεωλογικός αιώνας, ο οποίος περιλαμβάνει δύο μεγάλες περιόδους: το τριτογενές και το τεταρτογενές. Η διάρκειά του υπολογίζεται περίπου σε 55 65 εκατομμύρια χρόνια. Σύμφωνα με άλλες σχολές, ο κ.α. ταυτίζεται με το τριτογενές, ενώ το… … Dictionary of Greek
μεσοζωικός αιώνας — Υποδιαίρεση του γεωλογικού χρόνου που προηγείται του καινοζωικού και έπεται του παλαιοζωικού αιώνα. Ο μ.α., που ονομάζεται και δευτερογενής, διήρκεσε περίπου 120 εκατομμύρια έτη και υποδιαιρείται, από κάτω προς τα άνω, στις περιόδους τριασική (40 … Dictionary of Greek
παλαιοζωικός ή πρωτογενής αιώνας — Γεωλογικός αιώνας, που ονομάστηκε πρωτογενής όταν δεν ήταν ακόμα γνωστή η ύπαρξη αρχαιότερων εδαφών, των αρχαιοζωικών· σήμερα χρησιμοποιείται ο όρος παλαιοζωικό. Κατά τη διάρκεια του αιώνα αυτού αποτέθηκαν παχιά στρώματα ιζηματογενών πετρωμάτων… … Dictionary of Greek
αζωικός αιώνας — Παλαιότερη ονομασία του αρχαιοζωικού ή ηωζωικού αιώνα … Dictionary of Greek
ανθρωποζωικός αιώνας — Ονομασία που έδωσε ο Χέκελ στον τεταρτογενή αιώνα, τον τελευταίο από τους πέντε γεωλογικούς αιώνες στους οποίους υποδιαιρείται η ιστορία της Γης. Κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής επικρατούσαν στον πλανήτη μας ορεογραφικές, βιολογικές και… … Dictionary of Greek
Εικοστός Αιώνας — Καλλιτεχνικό περιοδικό, που εκδιδόταν τέσσερις φορές τον χρόνο στη δεκαετία 1930 40. Διευθυντής του ήταν ο Μ. Τόμπρος. Δημοσίευσε κείμενα λογοτεχνίας και μελέτης των εικαστικών τεχνών … Dictionary of Greek
κρυπτοζωικός αιώνας — Η περίοδος που καλύπτει τα πρώτα 9/10 της ιστορίας της Γης. Το τέλος του επήλθε πριν από περίπου 580.000.000 χρόνια, με την εμφάνιση του καμβρίου. Η περίοδος αυτή αποκαλείται έτσι, γιατί οι πρωτόγονοι μονοκύτταροι οργανισμοί που υποτίθεται ότι… … Dictionary of Greek
γεωλογία — Επιστήμη που μελετά την εξελικτική ιστορία της Γης και την υλική σύσταση των δυνάμεων που την διαμόρφωσαν. Αναλυτικότερα, η γ. εξετάζει τα διαδοχικά στάδια εξέλιξης του πλανήτη μας, τους διάφορους παράγοντες που επέδρασαν στη διαμόρφωση της… … Dictionary of Greek