-
1 Αίμ'
-
2 Αἷμ'
-
3 αίμ'
-
4 αἷμ'
-
5 αἱμ-ωπός
-
6 αἱμ-ωδιάω
-
7 αἱμ-ωδέω
αἱμ-ωδέω, Zahnschmerz haben, von αἷμος-ὀδούς, denn Arist. Probl. 1, 38 leitet es von einer ὀξύτης her; andere erkl. es von einem Stumpfsein der Zähne, oder von Skorbut.
-
8 αἱμ-ωδία
αἱμ-ωδία, ἡ, Zahnschmerz, Arist. Probl. 1, 38, Skorbut.
-
9 αἱμ-αγωγός
αἱμ-αγωγός, Blut ableitend, Diosc.
-
10 αἱμ-ώδης
-
11 αἱμωδέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἱμωδέω
-
12 αἱμώδης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἱμώδης
-
13 αἱμωδία
αἱμ-ωδία, ἡ,A sensation of having the teeth set on edge, caused by acid food or vomit, Hp.Morb.2.16, Arist. Pr. 863b11, Dsc.Eup.1.72 (pl.), Archig. ap. Gal.8.86.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἱμωδία
-
14 αἱμωδιασμός
αἱμ-ωδιασμός, ὁ, = foreg., Hsch.A s.v. γομφιασμός.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἱμωδιασμός
-
15 αἱμωδιάω
A have the teeth set on edge, Hp.Morb.2.55, Diocl.Fr.43, Arist.Pr. 886b12, LXX Ez. 18.4 (Cod.A): c. acc.,αἱ. τοὺς ὀδόντας Hp.Morb.2.73
: metaph. of one whose mouth waters,ᾑμωδία Timocl.11.7
. (In this group of words the termination may be connected with ὀδών.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἱμωδιάω
-
16 αἱμαγωγός
-
17 αἱμωδέω
αἱμ-ωδέω, Zahnschmerz haben; Stumpfsein der Zähne; Skorbut -
18 αἱμώδης
-
19 αἱμωδία
αἱμ-ωδία, Zahnschmerz; Skorbut -
20 αἱμωδιάω
αἱμ-ωδιάω, stumpfe Zähne bekommen; trans. stumpf machen
См. также в других словарях:
Αἷμ' — Αἷμε , Αἷμος masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἷμ' — αἷμα , αἷμα blood neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek
Anglo-Hellenic League — The Anglo Hellenic League is an organisation supporting and promoting Anglo Greek relations and understanding. It was founded in 1913 in London and it carries out charitable and cultural work. Since 1990 it publishes the biannual Anglo Hellenic… … Wikipedia
Achlys — (altgriechisch Ἀχλύς) ist in der griechischen Mythologie die Personifikation der nächtlichen Dunkelheit und der tiefen Trauer. Während Achlys bei Homer noch als unpersönlicher Zustand erscheint, wird sie in Hesiods Aspis als Personifikation… … Deutsch Wikipedia
ABANNATIO — ἀπενιαυτισμός Graecis, annuum denotat exilium, quodindici olim apud Graecos, illis solebat, qui involuntariam caedem commisissent, Budaeus in Annotat. l. aut facta. 16. §. eventus, ff. de poen. vide Calvin. Lexic.Iurid. Sicariorum enim ἐκ… … Hofmann J. Lexicon universale
ανιοβόλος — ο μη δηλητηριώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. αν + ιοβόλος «δηλητηριώδης». Η λ. μαρτυρείται από το 1873 στον Αιμ. Νοννότη] … Dictionary of Greek
δίκλινος — η, ο και δικλινής, ές 1. αυτός που έχει δύο κλίνες («δίκλινο δωμάτιο») 2. (για φυτά) τα φυτά που έχουν χωριστά τα αρσενικά άνθη από τα θηλυκά 3. το ουδ. εν. ως ουσ. το δίκλινο το δίκλινο δωμάτιο 4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα δίκλινα τα δίκλινα… … Dictionary of Greek
δεύω — (I) δεύω (Α) 1. υγραίνω, βρέχω («δάκρυ ἔδευε παρειάς») 2. βρέχω, μουσκεύω κάτι στερεό με νερό, γάλα, κρασί κ.λπ. («δεύω ἄρτον ὕδατι») 3. αλείφω 4. φρ. «ἐρεμνόν αἶμ ἔδευσα» τού έχυσα το αίμα, έκανα να χυθεί το μαύρο του αίμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται… … Dictionary of Greek
ερεμνός — ἐρεμνός, ή, όν και ἐρεμναῑος, η, ον (Α) 1. ερεβώδης, μαύρος, ζοφερός, σκοτεινός 2. φρ. «ἐρεμνή φάτις» σκοτεινή φήμη (Σοφ.) 3. (ειδ. για αίμα) μαύρος («ἐρεμνὸν αἶμ’ ἔδευσα», Σοφ.) 4. φοβερός, αποτρόπαιος, ολέθριος. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. έρεβος] … Dictionary of Greek
λοφιόδους — ο (παλαιοζωολ.) απολιθωμένο γένος περιττοδάκτυλων οπληφόρων θηλαστικών τής οικογένειας ταπιρίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. lophiodon < lophio (< λοφίο) + odon (< ὀδούς). Η λ. μαρτυρείται από το 1873 στον Αιμ. Νοννότη] … Dictionary of Greek