Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

αιμοστασία

См. также в других словарях:

  • αιμοστασία — η η αιμόσταση. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελληνικά τού γαλλ. stagnation de sang] …   Dictionary of Greek

  • αιμόσταση — Το σύνολο των μηχανισμών με τους οποίους ο οργανισμός του ανθρώπου προστατεύεται από την επικίνδυνη για τη ζωή του απώλεια αίματος και διατηρεί σε ρευστή κατάσταση το κυκλοφορούμενο αίμα. Κάθε εκτροπή της ισορροπίας του αιμοστατικού μηχανισμού… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»