-
1 αιμοστασία
αιμόστασις (-εως) η мед. гемостаз -
2 αιματόστασις
(-εως) η см. αιμοστασία
См. также в других словарях:
αιμοστασία — η η αιμόσταση. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελληνικά τού γαλλ. stagnation de sang] … Dictionary of Greek
αιμόσταση — Το σύνολο των μηχανισμών με τους οποίους ο οργανισμός του ανθρώπου προστατεύεται από την επικίνδυνη για τη ζωή του απώλεια αίματος και διατηρεί σε ρευστή κατάσταση το κυκλοφορούμενο αίμα. Κάθε εκτροπή της ισορροπίας του αιμοστατικού μηχανισμού… … Dictionary of Greek