Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

αιμοποίηση

См. также в других словарях:

  • αιμοποίηση — η παραγωγή κυττάρων τού αίματος από τα αιμοποιητικά όργανα, που είναι ο μυελός τών οστών, οι λεμφαδένες, η σπλήνα και ο δικτυοενδοθηλιακός ιστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < hemopoiesis, νεολατιν. επιστημον. όρος, ελληνογενής < αίμα + ποίησις ( η)] …   Dictionary of Greek

  • αιμοποιητικός — ή, ό ο σχετικός με την αιμοποίηση «αιμοποιητικά όργανα» (βλ. αιμοποίηση). [ΕΤΥΜΟΛ. < ελληνογενές < αίμα + ποιητικός < αιμοποίησις ( η) πρβλ. αγγλ. hemopoietic (< hemopoiesis)] …   Dictionary of Greek

  • ήπαρ — Με την ονομασία αυτή αναφέρεται συνήθως στα ιατρικά συγγράμματα το συκώτι, όργανο που βρίσκεται στον δεξιό υποδιαφραγματικό χώρο μεταξύ του διαφράγματος και του εγκάρσιου κόλου· εντοπίζεται στο ανώτερο τμήμα του επιγαστρίου, μπροστά στο πάνω… …   Dictionary of Greek

  • αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • νεφρό — Όργανο που παράγει τα ούρα, με τα οποία αποβάλλεται το περισσευούμενο νερό, τα άλατα και τα άχρηστα προϊόντα του μεταβολισμού· εκτός από τη λειτουργία αυτή απέκκρισης το ν. παράγει ουσίες που συμβάλλουν στη ρύθμιση της αρτηριακής πίεσης και στην… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»