-
1 αιθρηγενετης
-
2 αιθρηγενέτης
-
3 αἰθρηγενέτης
-
4 αἰθρηγενέτης
αἰθρη-γενέτης, Od.5.296.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἰθρηγενέτης
-
5 αἰθρηγενέτης
αἰθρη-γενέτης, αἰθρηγενής: aetherborn, Boreas.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > αἰθρηγενέτης
-
6 αἰθρηγενέτης
-
7 αιθρηγενης
-
8 αἰθρη-γενέτης
αἰθρη-γενέτης, im Aether geboren, Hom. einmal, Od. 5, 296 Βορέης αἰϑρηγενέτης, vgl. αἰϑήρ u. αἴϑρη.
-
9 βορέης
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > βορέης
См. также в других словарях:
αιθρηγενέτης — αἰθρηγενέτης, ο (Α) αυτός που γεννήθηκε στην αιθρία, στον καθαρό ουρανό. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἴθρη + γενέτης < γίγνομαι] … Dictionary of Greek
αἰθρηγενέτης — αἰθρηγενής borninclear sky masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιθρηγενής — αἰθρηγενής, ές (Α) ο αιθρηγενέτης … Dictionary of Greek
κυλίνδω — και κυλινδῶ, έω (AM) 1. κινώ ή κυλώ κάτι («Βορέης αἰθρηγενέτης, μέγα κῡμα κυλίνδων», Ομ. Οδ.) 2. μεταφέρω, φέρνω («κυλίνδετ εἴσω τόνδε τὸν δυσδαίμονα», Αριστοφ.) 3. μτφ. ανακινώ στη σκέψη μου («φθονερή δ ἄλλος ἀνήρ βλέπων γνώμαν κενεάν σκότῳ… … Dictionary of Greek