Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

αιθρηγενετης

См. также в других словарях:

  • αιθρηγενέτης — αἰθρηγενέτης, ο (Α) αυτός που γεννήθηκε στην αιθρία, στον καθαρό ουρανό. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἴθρη + γενέτης < γίγνομαι] …   Dictionary of Greek

  • αἰθρηγενέτης — αἰθρηγενής borninclear sky masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αιθρηγενής — αἰθρηγενής, ές (Α) ο αιθρηγενέτης …   Dictionary of Greek

  • κυλίνδω — και κυλινδῶ, έω (AM) 1. κινώ ή κυλώ κάτι («Βορέης αἰθρηγενέτης, μέγα κῡμα κυλίνδων», Ομ. Οδ.) 2. μεταφέρω, φέρνω («κυλίνδετ εἴσω τόνδε τὸν δυσδαίμονα», Αριστοφ.) 3. μτφ. ανακινώ στη σκέψη μου («φθονερή δ ἄλλος ἀνήρ βλέπων γνώμαν κενεάν σκότῳ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»