Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

αιγιπυρος

См. также в других словарях:

  • αιγίπυρος — αἰγίπυρος, ο (Α) ονομασία που έδινε ο Θεόφραστος πιθανώς στο είδος Ononis spinosa τού γένους Ονωνίς* …   Dictionary of Greek

  • αἰγίπυρος — rest harrow masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰγίπυρον — αἰγίπυρος rest harrow masc acc sg αἰγίπυρος rest harrow neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελίτεια — μελίτεια, ἡ (Α) μελισσοβότανο («αἰγίπυρος καὶ γνύζα καὶ εὐώδης μελίτεια», Θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι, ιτος + κατάλ. εια] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»