-
1 αθλητικος
3свойственный борцам, атлетический(ἕξις Arst.; σῶμα καὴ βίος Plut.)
ἀθλητικοὴ ἀγῶνες Plut. — состязания в борьбе -
2 αθλητικός
-
3 αθλητικός
[атлитикос] εκ. атлетический, спортивный.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αθλητικός
-
4 αθλητικός
[атлитикос] επ атлетический, спортивный. -
5 όμιλος
ο1) общество, объединение;αθλητικός όμιλος — физкультурное общество;
2) кружок, коллектив;λογοτεχνικός όμιλος — литературный кружок;
ερασιτεχνικός όμιλος — самодеятельный коллектив, кружок самодеятельности
-
6 σύλλογος
ο объединение; общество, товарищество, ассоциация;коллегия; коллектив; клуб;εμπορικός σύλλογος — торговое объединение;
σύλλογος δημοσίων υπαλλήλων — ассоциация государственных служащих;
αθλητικός σύλλογος — спортивное общество;
ποδοσφαιρικός σύλλογος — футбольный клуб;
δικηγορικός σύλλογος — коллегия адвокатов;
§ εκλογικός σύλλογος — избиратели (избирательного округа, участка и т. п.)
См. также в других словарях:
ἀθλητικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αθλητικός — ή, ό (Α ἀθλητικός, ή, όν) [ἀθλητής] ο σχετικός με τον αθλητή νεοελλ. εύρωστος, ρωμαλέος … Dictionary of Greek
αθλητικός — ή, ό 1. αυτός που σχετίζεται με τον αθλητή: Ιδρύθηκε στην πόλη μας νέος αθλητικός σύλλογος. 2. ρωμαλέος: Είχε μπροστά του έναν αθλητικό άντρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀθλητικά — ἀθλητικός of neut nom/voc/acc pl ἀθλητικά̱ , ἀθλητικός of fem nom/voc/acc dual ἀθλητικά̱ , ἀθλητικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθλητικώτερον — ἀθλητικός of adverbial comp ἀθλητικός of masc acc comp sg ἀθλητικός of neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παναθηναϊκός — Αθλητικός σύλλογος που ιδρύθηκε το 1908 με έδρα την Αθήνα. Ο πλήρης τίτλος του ήταν Πανελλήνιος Ποδοσφαιρικός Σύλλογος αλλά το 1923 μετονομάστηκε σε Παναθηναϊκός Αθλητικός Όμιλος. Ο σύλλογος διαθέτει γήπεδο στη λεωφόρο Αλεξάνδρας της Αθήνας.… … Dictionary of Greek
ἀθλητικῶν — ἀθλητικός of fem gen pl ἀθλητικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθλητικόν — ἀθλητικός of masc acc sg ἀθλητικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Άρης Θεσσαλονίκης — Αθλητικός σύλλογος που δημιουργήθηκε το 1914 στη συμπρωτεύουσα, δύο χρόνια μετά την ενσωμάτωσή της στο ελληνικό κράτος και στις παραμονές κήρυξης του Α’ Παγκοσμίου πολέμου. Η ομάδα δημιουργήθηκε από έναν πυρήνα ποδοσφαιριστών στην περίφημη Καμάρα … Dictionary of Greek
ἀθλητικαῖς — ἀθλητικός of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθλητικαί — ἀθλητικός of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)