-
1 αθλητής
[атлитис] ουσ. а. атлет, спортсмен.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αθλητής
-
2 атлет
-
3 класс
I класс Ι м (социальная группа) η τάξη* рабочий \класс η εργατική τάξη II класс II м 1) (в школе ) η τάξη η αίθουσα (помещение ) 2) спорт, η τάξη, η κατηγορία спортсмен высокого \класса ο αθλητής πρώτης κατηγορίας* * *I м( социальная группа) η τάξηII мрабо́чий класс — η εργατική τάξη
2) спорт. η τάξη, η κατηγορίαспортсме́н высо́кого класса — ο αθλητής πρώτης κατηγορίας
-
4 легкоатлет
легкоатлет м о αθλητής στίβου· \легкоатлетка ж η αθλήτρια στίβου* * *м; ж - легкоатлеткаο αθλητής στίβου -
5 спортсмен
-
6 тяжелоатлет
-
7 тяжеловес
-
8 фигурист
фигурист м спорт, о αθλητής καλλιτεχνικού πατινάζ* \фигурист χα ж η αθλήτρια καλλιτεχνικού πατινάζ* * *м; ж - фигуристка спорт.ο αθλητής καλλιτεχνικού πατινάζ -
9 физкультурник
-
10 штангист
-
11 спортивный
αθλητικός. спортсмен ο αθλητής-ка η αθλήτρια. споры мн. с.-х. τα σπόρια (ΜΗ.). спорынья (с.-х.микробиол.) η ερυσίβηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > спортивный
-
12 физкультура
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > физкультура
-
13 атлет
атлетм ὁ ἀθλητής. -
14 легкоатлет
легкоатлетм спорт. ὁ ἀθλητής στίβου. -
15 силач
сила́чм ὁ χεροδύναμος, ὁ ἀθλητής. -
16 спортсмен
спортсменм ὁ ἀθλητής. -
17 тяжеловес
тяжеловесм спорт. ὁ ἀθλητής βαρέων βαρών. -
18 физкультурник
физкульту́р||никм ὁ ἀθλητής. -
19 штангист
штангистм ὁ ἀθλητής ἄρσεως βαρών, ὁ ἀλτηρόφιλος. -
20 атлет
[ατλιέτ] ουσ. α. αθλητής
См. также в других словарях:
ἀθλητής — combatant masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αθλητής — ο (Α ἀθλητὴς) (ΝΜ θηλ. ήτρια) αυτός που αγωνίζεται για το βραβείο, αυτός που μετέχει στα αθλητικά αγωνίσματα (αρχ. και ως επίθ.) ο εξασκημένος σε κάτι, έμπειρος μσν. νεοελλ. αυτός που αγωνίζεται για την επικράτηση μιας ιδέας (λέγεται συνήθως για… … Dictionary of Greek
αθλητής — ο θηλ. αθλήτρια αυτός που παίρνει μέρος σε αγώνες για να δείξει τη σωματική του δύναμη ή την επιδεξιότητά του: Προπονήθηκαν χθες οι αθλητές του δρόμου των 5.000 μέτρων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀεθληταῖς — ἀθλητής combatant masc dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀεθληταῖσιν — ἀθλητής combatant masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθληταῖν — ἀθλητής combatant masc gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθληταῖς — ἀθλητής combatant masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθληταῖσι — ἀθλητής combatant masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθληταῖσιν — ἀθλητής combatant masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθληταί — ἀθλητής combatant masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθλητοῦ — ἀθλητής combatant masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)