-
1 αθαύμαστος
-
2 ἀθαύμαστος
-
3 αθαυμαστος
-
4 αθαύμαστος
ος, ον не вызывающий удивления, восхищения -
5 ἀθαύμαστος
ἀθαύμ-αστος, ον,A not wondering at anything,πρός τι Zeno Stoic.1.57
, M.Ant.1.15. Adv. ; also [full] ἀθαυμαστί Suid.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀθαύμαστος
-
6 ἀθαύμαστος
ἀ-θαύμαστος, (1) nicht bewundert. (2) sich nicht verwundernd -
7 αθαυμάστως
ἀθαύμαστοςnot wondering at: adverbialἀθαύμαστοςnot wondering at: masc /fem acc pl (doric) -
8 ἀθαυμάστως
ἀθαύμαστοςnot wondering at: adverbialἀθαύμαστοςnot wondering at: masc /fem acc pl (doric) -
9 αθαύμαστον
ἀθαύμαστοςnot wondering at: masc /fem acc sgἀθαύμαστοςnot wondering at: neut nom /voc /acc sg -
10 ἀθαύμαστον
ἀθαύμαστοςnot wondering at: masc /fem acc sgἀθαύμαστοςnot wondering at: neut nom /voc /acc sg -
11 αθάμαστος
αθάμαχτος, η, ο см. αθαύμαστος -
12 αθαυμάστου
-
13 ἀθαυμάστου
-
14 αθαυμάστους
-
15 ἀθαυμάστους
-
16 αθαυμάστω
-
17 ἀθαυμάστῳ
-
18 αθαύμαστα
-
19 ἀθαύμαστα
-
20 αθαύμαστοι
- 1
- 2
См. также в других словарях:
αθαύμαστος — αθαύμαστος, η, ο και αθάμαστος, η, ο και αθάμαχτος, η, ο 1. αυτός που δε θαυμάζει: Καθόταν κι έβλεπε αθαύμαστος. 2. αυτός που δεν τον θαυμάζουν: Αν πετύχαινε κι αυτή τη φορά, έλπιζε πως δε θα μενε αθαύμαστος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀθαύμαστος — not wondering at masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αθαύμαστος — και αθάμαστος και αθάμαχτος, η, ο (Α ἀθαύμαστος, ον) 1. αυτός που δεν θαυμάστηκε, που δεν μπορεί να προσελκύσει τον θαυμασμό ή να προκαλέσει κατάπληξη 2. (με ενέργ. σημ.) αυτός που δεν θαυμάζει, δεν απορεί ή δεν εκπλήσσεται με κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < … Dictionary of Greek
ἀθαυμάστως — ἀθαύμαστος not wondering at adverbial ἀθαύμαστος not wondering at masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθαύμαστον — ἀθαύμαστος not wondering at masc/fem acc sg ἀθαύμαστος not wondering at neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθαυμάστου — ἀθαύμαστος not wondering at masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθαυμάστους — ἀθαύμαστος not wondering at masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθαυμάστῳ — ἀθαύμαστος not wondering at masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθαύμαστα — ἀθαύμαστος not wondering at neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθαύμαστοι — ἀθαύμαστος not wondering at masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αθαυμαστί — ἀθαυμαστί επίρρ. (Α) [ἀθαύμαστος] κατά το λεξικό Σούδα «χωρὶς θαύματα» … Dictionary of Greek