-
1 αθάνατος
[атаиатос] εκ. бессмертный.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αθάνατος
-
2 бессмертный
-
3 бессмертник
бот. о αθάνατος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > бессмертник
-
4 агава
агаваж бот. ἡ ἀγαύη, ὁ ἀθάνατος. -
5 бессмертный
бессмерт||ныйприл прям., перен ἀθάνατος, αἰώνιος. -
6 немеркнущий
немеркнущ||ийприл ἀσβηστος / перен ἀθάνατος (бессмертный)/ ἀειθαλής (неувядаемый):\немеркнущий свет τό ἄσβηστο φως· \немеркнущийая слава ἡ ἀθάνατη δόξα -
7 бессмертный
[μπισσμιέρτνυϊ] επ. αθάνατος -
8 бессмертный
[μπισσμιέρτνυϊ] επ αθάνατος -
9 агава
-ы θ.αγαύη (επιστ..)αθάνατος (λκ.). -
10 бессмертник
-а α.αγαύη, αθάνατος(φυτό). -
11 бессмертный
επ., βρ: -тен, -тна, -тноαθάνατος, αιώνιος•бессмертный подвиг αθάνατο κατόρθωμα•
-ая слава αθάνατη δόξα.
-
12 вечный
επ., βρ: -чен, -чна, -чно1. αιώνιος, αθάνατος•-ая память αιώνια η μνήμη•
-ая слава αθάνατη δόξα.
2. διαρκής, συνεχής, διηνεκής• ατέλειωτος, παντοτινός•-ое владение παντοτινή κτήση•
-ые ссоры ατέλειωτες φιλονικίες.
3. ισόβιος•-ая каторга ισόβια κάτεργα.
εκφρ.- ое перо – ο στυλός (μεγάλης διαρκείας). -
13 иммортель
-и θ.αθάνατος (για μερικά φυτά). -
14 неувядающий
επ. (γραπ. λόγος) μτφ. αμάραντος, άφθιτος• αθάνατος.
См. также в других словарях:
ἀθάνατος — undying masc nom sg (epic) ἀθάνατος undying masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αθάνατος — Άλλη ονομασία του φυτού αγαύη (βλ. λ.). * * * η, ο (Α ἀθάνατος, ον) 1. αυτός που δεν υπόκειται σε φυσικό θάνατο, που δεν πεθαίνει, αιώνιος 2. (για αφηρημένες έννοιες) ακατάλυτος, αναλλοίωτος, άφθαρτος νεοελλ. 1. υπέροχος, έξοχος, θεσπέσιος,… … Dictionary of Greek
αθάνατος — η, ο 1. αυτός που δεν πεθαίνει, απέθαντος: Η ψυχή είναι αθάνατη. 2. ένδοξος, αλησμόνητος: Οι αθάνατοι ήρωες του Εικοσιένα. 3. στερεός, αχάλαστος (για συγκεκριμένα πράγματα): Αυτό το ύφασμα είναι αθάνατο. 4. αυτός που δίνει αθανασία: Πάω γι… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Αθάνατος, Κώστας — (Καλαμάτα 1896 – Αθήνα 1970). Ψευδώνυμο του δημοσιογράφου Κώστα Καραμούζη. Μετά τις γυμνασιακές του σπουδές, ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία. Ως πολεμικός ανταποκριτής συγκέντρωσε τις εντυπώσεις του στο βιβλίο του Περπατώντας η Δόξα. Τα… … Dictionary of Greek
ἀθανατώτερον — ἀθάνατος undying adverbial comp (epic) ἀθάνατος undying masc acc comp sg (epic) ἀθάνατος undying neut nom/voc/acc comp sg (epic) ἀθάνατος undying masc acc comp sg ἀθάνατος undying neut nom/voc/acc comp sg ἀθάνατος undying adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθανατωτέρων — ἀθάνατος undying fem gen comp pl (epic) ἀθάνατος undying masc/neut gen comp pl (epic) ἀθάνατος undying fem gen comp pl ἀθάνατος undying masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθανάτω — ἀθάνατος undying masc/neut nom/voc/acc dual (epic) ἀθάνατος undying masc/neut gen sg (epic doric aeolic) ἀθάνατος undying masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἀθάνατος undying masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) ἀ̱θανάτω , ἀθανατόω make immortal imperf … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθανάτως — ἀθάνατος undying adverbial (epic) ἀθάνατος undying masc acc pl (epic doric) ἀθάνατος undying adverbial ἀθάνατος undying masc/fem acc pl (doric) ἀ̱θανάτως , ἀθανατόω make immortal imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀθανατόω make immortal imperf… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθάνατον — ἀθάνατος undying masc acc sg (epic) ἀθάνατος undying neut nom/voc/acc sg (epic) ἀθάνατος undying masc/fem acc sg ἀθάνατος undying neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθανάτων — ἀθάνατος undying fem gen pl (epic) ἀθάνατος undying masc/neut gen pl (epic) ἀθάνατος undying masc/fem/neut gen pl ἀ̱θανάτων , ἀθανατόω make immortal imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἀ̱θανάτων , ἀθανατόω make immortal imperf ind act 1st sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθανατώτερα — ἀθάνατος undying neut nom/voc/acc comp pl (epic) ἀθάνατος undying neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)