-
1 αεροκοπανίζω
αμετ.1) заниматься пустой болтовнёй; 2) работать впустую -
2 αεροκοπανώ
(α) см. αεροκοπανίζω
См. также в других словарях:
αεροκοπανίζω — και αεροκοπανώ αεροκοπάνισα, κοπανίζω αέρα, αερολογώ, μωρολογώ: Αεροκοπανούσε κάμποση ώρα, μα κανένας δεν τον πρόσεχε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αεροκοπανίζω — και κοπανώ, άω 1. κοπανίζω αέρα, φλυαρώ, αερολογώ, μωρολογώ 2. κοπιάζω μάταια, ματαιοπονώ, σκιαμαχώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αέρας + κοπανίζω ο τ. αεροκοπανώ αποτελεί αναλογικό σχηματισμό κατά τα ρ. σε ώ, λόγω φωνητικής συμπτώσεως τών κατάλ. τού αόρ. ισα… … Dictionary of Greek
αέρας — Όρος με πολλές ερμηνείες και χρήσεις. Ο άνεμος που δεν είναι πολύ δυνατός. Τo κλίμα ενός τόπου και μεταφορικά το ψυχολογικό κλίμα. Η εξωτερική εμφάνιση, το ύφος, το παρουσιαστικό. Η τόλμη, η αλαζονεία, η αυθάδεια. Έκφραση της ψυχικής διάθεσης. Η… … Dictionary of Greek
αεροκοπάνισμα — το [αεροκοπανίζω] 1. φλυαρία, αερολογία 2. άδικος κόπος, ματαιοπονία … Dictionary of Greek
αεροκοπανιστής — ο [αεροκοπανίζω] φλύαρος, αερολόγος, φαφλατάς … Dictionary of Greek
αεροκοπανώ — ( άω) βλ. αεροκοπανίζω … Dictionary of Greek