-
21 ἀδικωτέρας
ἀδικωτέρᾱς, ἄδικοςwrongdoing: fem acc comp plἀδικωτέρᾱς, ἄδικοςwrongdoing: fem gen comp sg (attic doric aeolic) -
22 αδικωτέρων
-
23 ἀδικωτέρων
-
24 αδικώτατα
-
25 ἀδικώτατα
-
26 αδικώτατον
-
27 ἀδικώτατον
-
28 αδίκως
-
29 ἀδίκως
-
30 κάδικ'
ἄδικα, ἄδικοςwrongdoing: neut nom /voc /acc plἄδικε, ἄδικοςwrongdoing: masc /fem voc sgἔδικε, δικεῖνthrow: aor ind act 3rd sg -
31 κἄδικ'
ἄδικα, ἄδικοςwrongdoing: neut nom /voc /acc plἄδικε, ἄδικοςwrongdoing: masc /fem voc sgἔδικε, δικεῖνthrow: aor ind act 3rd sg -
32 κάδικον
ἄδικον, ἄδικοςwrongdoing: masc /fem acc sgἄδικον, ἄδικοςwrongdoing: neut nom /voc /acc sgἔδικον, δικεῖνthrow: aor ind act 3rd plἔδικον, δικεῖνthrow: aor ind act 1st sg -
33 κἄδικον
ἄδικον, ἄδικοςwrongdoing: masc /fem acc sgἄδικον, ἄδικοςwrongdoing: neut nom /voc /acc sgἔδικον, δικεῖνthrow: aor ind act 3rd plἔδικον, δικεῖνthrow: aor ind act 1st sg -
34 καδίκως
-
35 κἀδίκως
-
36 τάδικ'
ἄδικα, ἄδικοςwrongdoing: neut nom /voc /acc plἄδικε, ἄδικοςwrongdoing: masc /fem voc sgἔδικε, δικεῖνthrow: aor ind act 3rd sg -
37 τἄδικ'
ἄδικα, ἄδικοςwrongdoing: neut nom /voc /acc plἄδικε, ἄδικοςwrongdoing: masc /fem voc sgἔδικε, δικεῖνthrow: aor ind act 3rd sg -
38 τάδικον
ἄδικον, ἄδικοςwrongdoing: masc /fem acc sgἄδικον, ἄδικοςwrongdoing: neut nom /voc /acc sgἔδικον, δικεῖνthrow: aor ind act 3rd plἔδικον, δικεῖνthrow: aor ind act 1st sg -
39 τἄδικον
ἄδικον, ἄδικοςwrongdoing: masc /fem acc sgἄδικον, ἄδικοςwrongdoing: neut nom /voc /acc sgἔδικον, δικεῖνthrow: aor ind act 3rd plἔδικον, δικεῖνthrow: aor ind act 1st sg -
40 ταδικώτατα
ἀδικώτατα, ἄδικοςwrongdoing: adverbial superlἀδικώτατα, ἄδικοςwrongdoing: neut nom /voc /acc superl pl
См. также в других словарях:
ἄδικος — wrongdoing masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άδικος — η, ο (Α ἄδικος, ον) 1. (για πρόσωπα) αυτός που παραβαίνει το δίκαιο, που διαπράττει αδικίες 2. (για πράγματα) αυτός που συντελείται παρά το δίκαιο 3. το ουδ. ως ουσ. το άδικο(ν) αδικία, αδίκημα 4. επίρρ. άδικα και (νεοελλ. αρχ.) αδίκως χωρίς… … Dictionary of Greek
άδικος — η, ο επίρρ. α και αδίκως 1. αυτός που δεν είναι δίκαιος: Ήταν σκληρός και άδικος άνθρωπος. 2. ασεβής, αμαρτωλός: Ο Θεός στέλνει τα καλά του σε δίκαιους και άδικους. 3. μάταιος, ανωφελής: Θέλησε να τον συμβουλέψει, αλλά άδικος κόπος. 4. το ουδ. ως … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀδικώτερον — ἄδικος wrongdoing masc acc comp sg ἄδικος wrongdoing neut nom/voc/acc comp sg ἄδικος wrongdoing adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδικωτάτω — ἄδικος wrongdoing masc/neut nom/voc/acc superl dual ἄδικος wrongdoing masc/neut gen superl sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδικωτάτων — ἄδικος wrongdoing fem gen superl pl ἄδικος wrongdoing masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδικωτέρων — ἄδικος wrongdoing fem gen comp pl ἄδικος wrongdoing masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδικώτατα — ἄδικος wrongdoing adverbial superl ἄδικος wrongdoing neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδικώτατον — ἄδικος wrongdoing masc acc superl sg ἄδικος wrongdoing neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδίκω — ἄδικος wrongdoing masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἄδικος wrongdoing masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδίκως — ἄδικος wrongdoing adverbial ἄδικος wrongdoing masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)