Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

αδιαφορώ

  • 1 αδιαφορώ

    (ε) αμετ. быть безразличным, равнодушным, безучастным, индифферентным;
    не обращать внимания;

    αδιαφορώ γιά κάποιον (γιά κάτι) — относиться равнодушно (к кому-чему-л.)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > αδιαφορώ

  • 2 αδιαφορώ

    [адьяфоро] ρ быть безразличным.

    Эллино-русский словарь > αδιαφορώ

  • 3 προς

    πρόθ. I με αίτιατ.
    1) (при обознач, направления) к;

    προς νότον — к югу;

    έτρεξε προς την οδό Σταδίου он побежал в сторону улицы Стадиу;

    τό παράθυρο μου βλέπει προς την θάλασσαν — моё окно выходит на море;

    προς τα δεξιά — направо, в правую сторону;

    κάθομαι προς τα δεξιά του сидеть (или садиться) справа от него;

    προς τα αριστερά — налево, в левую сторону;

    προς τα εκεί — туда;

    προς τα εξω — кнаружи, вовне;

    προς τα μέσα — внутрь, вовнутрь;

    προς τα κάτω — вниз, книзу;

    προς τα πού; — в какую сторону?;

    2) (при обознач, лица или учреждения, к которому обращено действие, иногда без перевода) к;

    προς τό λαό — к народу;

    αναφορά προς το υπουργείον (τον υπουργό) — доклад министерству (министру);

    3) (при обознач, отношения к кому-чем у-л.) к; по отношению к;

    περιφρόνηση προς το θάνατο — презрение к смерти;

    ασέβεια προς τούς γονείς — непочтение к родителям;

    αντίθετον προς την παράδοση — вопреки традиции, вразрез с традицией;

    πέφτει σε αντίφαση προς τον εαυτό

    της она противоречит сама себе;

    δυσανάλογη προς την ηλικία της — несообразно с её возрастом;

    4):

    ως προς... — что касается...; — в отношении..., относительно того, что...;

    ως προς αυτό... — в отношении этого...;

    ως προς αυτό αδιαφορώ πλήρως — я к этому совершенно равнодушен;

    ως προς αυτό έχεις δίκιο — в отношении этого ты прав;

    ως προς την ημερομηνία — относительно даты;

    5) (при обознач, цены, соотношения):

    τοκίζει προς 20% — он ссужает деньги под 20%;

    τό ύφασμα το αγόρασα προς τριακόσιες δραχμές το μέτρο — я купил материал по триста драхм за метр;

    6) (при обознач, действия, совершаемого в пользу или во вред кому-чему-л.] для, ради;

    τό έκανα προς χάριν σου — я это сделал ради тебя;

    προς τό συμφέρον σου — для твоей же пользы;

    αυτό είναι προς τιμήν σου а) это в честь тебя; б) это делает тебе честь;

    τα πούλησαν προς όφελός τους — они это продали выгодно для себя;

    προς τιμωρίαν σου — тебе в наказание;

    προς ζημίαν — во вред;

    προς γενικήν ανακούφισιν — ко всеобщему облегчению;

    7) (при обознач, времени) к, ближе к; на;

    προς τό βράδυ — к вечеру;

    προς τα ξημερώματα — на рассвете;

    προς τό παρόν — пока, на данный момент, в настоящий момент;

    προς στιγμήν — на очень короткое время, на минуту; — временно;

    8) (при обознач, цели, намерения) для; в;

    προς επεξεργασίαν — для обработки, переработки;

    προς υπεράσπισιν — в защиту;

    προς αποφυγήν παρεξηγήσεων — во избежание недоразумений;

    προς τί; — для чего?, к чему?, зачем?;

    προς τί η τόση σπουδή;

    κ чему такая спешка?! 9) (при обознач, последовательности) за;

    λέξη προς λέξη — а) слово за словом; — б) слово в слово;

    βήμα προς βήμα — шаг за шагом; — по пятам;

    τον παρακολουθούν βήμα προς βήμα — следят за каждым его шагом; — следуют за ним по пятам;

    έν(α) προς έν(α) — одного за другим, по одному; — каждого в отдельности;

    § ένας προς έναν — один к одному;

    προς έκπληξιν — на удивление;

    II με γεν.
    1) (при обознач, происхождения, родства):

    ο προς μητρός θείος — дядя по матери;

    τό σπίτι το έχουμε πάππου προς πάππου — дом мы наследуем от отцов и дедов;

    2) (при заклинании, уверении, клятве) ради;

    προς θεού μην το κάνεις — ради бога, не делай этого;

    § προς ώρας — временно;

    αυτό είναιπρος κάκού μου — к моему несчастью;

    III με δοτ.
    1) (при обознач, прибавления) к;

    προς τούτοις — к тому же;

    προς τοίς άλλοις — ко всему прочему, кроме всего прочего;

    2) (при обознач, близости):

    αί προς τη θαλασσή πόλεις — прибрежные города

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > προς

См. также в других словарях:

  • αδιαφορώ — αδιαφορώ, αδιαφόρησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αδιαφορώ — (Α ἀδιαφορῶ, έω) [ἀδιάφορος] είμαι αδιάφορος, δείχνω αδιαφορία, είμαι αμελής, δεν ενδιαφέρομαι για κάτι αρχ. 1. δεν διαφέρω, είμαι όμοιος με κάποιον ή με κάτι 2. είμαι ασήμαντος, αμελητέος …   Dictionary of Greek

  • αδιαφορώ — αδιαφόρησα, δεν ενδιαφέρομαι: Του εξήγησα την κατάσταση, αλλά εκείνος αδιαφορεί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀδιαφορῶ — ἀδιαφορέω to be indifferent pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀδιαφορέω to be indifferent pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδιαφόρῳ — ἀδιάφορος not different masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εξαδιαφορώ — ἐξαδιαφορῶ, έω (Α) [αδιαφορώ] αδιαφορώ εντελώς …   Dictionary of Greek

  • κατολιγωρώ — κατολιγωρῶ, έω (ΑΜ) αδιαφορώ για κάτι εντελώς, παραμελώ τελείως κάτι («κατολιγωρήσαντες δὲ τοῡ δικαίου», Λυσ.) αρχ. 1. είμαι αμελής 2. καταφρονώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὀλιγωρῶ «αδιαφορώ, παραμελώ»] …   Dictionary of Greek

  • παραβλέπω — παράβλεψα 1. Βλέπω πολύ καλά: Βλέπω και παραβλέπω. 2. βλέπω κάπως, δεν βλέπω ικανοποιητικά: Μετά την εγχείρηση η γιαγιά δεν παραβλέπει. 3. κάνω πως δε βλέπω, αδιαφορώ, δε δίνω πολλή σημασία: Μπορεί να κάνει λάθη ο υπάλληλος, μα παράβλεπε και συ… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • έξω — και όξω (AM ἔξω) επίρρ. 1. (με ρ. κινήσεως ή στάσεως) στο εξωτερικό μέρος ενός χώρου («πήγαινε έξω», «βγήκε έξω») 2. (το ρ. εξυπακούεται) δηλώνει αίτημα για αποπομπή («έξω οι βάσεις», «καὶ ὁ μὲν ἡγεῑτο λέγων ἔξω χριστιανούς», Λουκιαν. Αλ.) 3. (σε …   Dictionary of Greek

  • ίδιος — (I) ία, ον (ΑΜ ἴδιος, ία, ον, Α αττ. θηλ. ἴδιος) 1. αυτός που ανήκει σε κάποιον ως κτήμα του, ο οικείος, ο δικός, σε αντιδιαστολή προς το «αλλότριος», ξένος (α. «ο οργανισμός πρέπει να αποκτήσει ιδίους πόρους» β. «χωρίον ἡμέτερον ἴδιον», Δημοσθ.) …   Dictionary of Greek

  • αγνοώ — ἀγνοῶ (Α έω) 1. δεν έχω γνώση κάποιου πράγματος, δεν γνωρίζω, έχω άγνοια 2. παθ. διαφεύγω την προσοχή τών άλλων, μένω άγνωστος, δεν γνωρίζουν τίποτε για την τύχη μου νεοελλ. 1. προσποιούμαι ότι δεν γνωρίζω κάποιον ή κάτι, αδιαφορώ, περιφρονώ,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»