Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

αδιατάρακτος

См. также в других словарях:

  • αδιατάρακτος — και χτος, η, ο [διαταράσσω] αυτός που δεν διαταράχτηκε ή δεν μπορεί να διαταραχτεί, ατάραχος, ήρεμος, γαλήνιος …   Dictionary of Greek

  • άσειστος — η, ο (AM ἄσειστος, ον) [σείω] 1. αυτός που δεν σείεται, ο ακλόνητος 2. ο αδιατάρακτος, ο αμετάβλητος …   Dictionary of Greek

  • ήσυχος — η, ο (AM ἥσυχος, ον) 1. ήρεμος, γαλήνιος, αδιατάρακτος («ήσυχη θάλασσα») 2. αυτός που δεν ταράσσεται από κανέναν εξωτερικό θόρυβο, αυτός στον οποίο επικρατεί ησυχία, αθόρυβος («ήσυχη κάμαρα») 3. απαλλαγμένος από φροντίδες, αμέριμνος, απερίσπαστος …   Dictionary of Greek

  • ακύκητος — ἀκύκητος, ον (Α) [κυκῶ] ο αδιατάρακτος …   Dictionary of Greek

  • ανενόχλητος — η, ο (AM ἀνενόχλητος, ον) εκείνος που δεν τον ενοχλεί κανείς, ο αδιατάρακτος, ο ανεμπόδιστος μσν. νεοελλ. εκείνος που δεν ενοχλεί τους άλλους, ο φιλήσυχος μσν. αμέριμνος, ξέγνοιαστος …   Dictionary of Greek

  • απαρενόχλητος — η, ο (AM ἀπαρενόχλητος, ον) αυτός που δεν ενοχλήθηκε, ανενόχλητος, αδιατάρακτος …   Dictionary of Greek

  • ασάλευτος — η, ο (AM ἀσάλευτος, ον) 1. αυτός που δεν κινείται, ο ακλόνητος 2. (για τη θάλασσα) ακίνητη, γαλήνια 3. μτφ. ο σταθερός, ο αδιατάρακτος νεοελλ. αυτός που δεν μπορεί να μετακινηθεί ή να μεταβληθεί …   Dictionary of Greek

  • ασυντάρακτος — και χτος, η, ο 1. αυτός που δεν έχει συνταραχθεί, που δεν δοκίμασε έντονη συγκίνηση ή ταραχή 2. ο ψύχραιμος 3. ο αδιατάρακτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + συνταράσσω. Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στον Στ. Κουμανούδη] …   Dictionary of Greek

  • νήδυμος — η, ο (ΑΜ νήδυμος, ον) 1. (για ύπνο) ήρεμος, βαθύς, αδιατάρακτος 2. (γενικά) γλυκός, ευχάριστος, θελκτικός («νήδυμον ὕδωρ», Nόνν.) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο νήδυμος ο ύπνος («κοιμάται τον νήδυμο») μσν. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) νήδυμα α)… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»