-
1 неопровержимый
неопровержимый ακαταμάχητος, αδιάψευτος* \неопровержимый довод το ακαταμάχητο επιχείρημα* * *ακαταμάχητος, αδιάψευτοςнеопровержи́мый до́вод — το ακαταμάχητο επιχείρημα
1 неопровержимый
неопровержи́мый до́вод — το ακαταμάχητο επιχείρημα