Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

αδιάρρηκτος

См. также в других словарях:

  • ἀδιάρρηκτος — not torn in pieces masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδιάρρηκτος — και χτος, η, ο (Μ ἀδιάρρηκτος, ον) [διαρρήγνυμι] νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει υποστεί ή δεν μπορεί να υποστεί διάρρηξη 2. στερεός, αδιάσπαστος, σταθερός, ασφαλής μσν. αυτός που δεν κόπηκε σε κομμάτια, ο ατεμάχιστος …   Dictionary of Greek

  • ἀδιάρρηκτον — ἀδιάρρηκτος not torn in pieces masc/fem acc sg ἀδιάρρηκτος not torn in pieces neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρύοψη — Αδιάρρηκτος ξηρός καρπός συνήθως μικρών διαστάσεων, που αποτελείται κυρίως από ένα μικρό σπέρμα επενδεδυμένο με λεπτό περικάρπιο. Κ. είναι, για παράδειγμα, οι καρποί των αγρωστωδών, οι οποίοι περιέχουν σημαντική μάζα αμύλου, το ενδοσπέρμιο, το… …   Dictionary of Greek

  • ἀδιαρρήκτου — ἀδιάρρηκτος not torn in pieces masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδιάρρηκτοι — ἀδιάρρηκτος not torn in pieces masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναπόσπαστος — η, ο (Μ ἀναπόσπαστος, ον) [ἀποσπῶ] αυτός που δεν μπορεί κανείς να τόν αποσπάσει, να τόν αποχωρίσει από κάτι άλλο, αδιάσπαστος, αχώριστος, αδιάρρηκτος νεοελλ. απαραίτητος …   Dictionary of Greek

  • αραχίδα — Φυτό γνωστό με την επιστημονική ονομασία α. η υπόγεια. Είναι ετήσιο ποώδες φυτό της οικογένειας των ψυχανθών ή παπιλιονιδών και παράγει ξηρούς καρπούς που περιέχουν ένα ή περισσότερα εδώδιμα σπέρματα, γνωστά με την ονομασία αράπικα φιστίκια. Η α …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»