-
1 halsiz
αδιάθετος -
2 unwell
αδιάθετος -
3 нездоровый
нездоровый 1) αδιάθετος·я \нездоровыйв είμαι αδιάθετος 2) (вредный) νοσηρός, ανθυγιεινός" \нездоровый климат το ανθυγιεινό κλίμα* * *1) αδιάθετοςя нездоро́в — είμαι αδιάθετος
2) ( вредный) νοσηρός, ανθυγιεινόςнездоро́вый кли́мат — το ανθυγιεινό κλίμα
-
4 недомогание
недомоганиес ἡ ἀδιαθεσία, ἡ ἀνημπο-ριά:чувствовать \недомогание εἶμαι ἀδιάθετος· легкое \недомогание ἐλαφρά ἀδιαθεσία -
5 нездоровиться
нездоров||итьсянесов безл ἀδιαθετώ:мне \нездоровитьсяится εἶμαι ἀδιάθετος, εἶμαι ἀρρωστος. -
6 нездоровый
нездоров||ыйприл1. (больной) ἀδιάθετος, ἀρρωστος:быть \нездоровыйым εἶμαι ἀρρωστος, δέν εἶμαι καλά·2. (вредный) ἀνθυγιεινός, νοσηρός:\нездоровый климат τό ἀνθυγιεινό κλίμα·3. перен ἀνώμαλος:\нездоровыйые отношения οἱ ἀνώμαλες σχέσεις· \нездоровыйая атмосфера ἡ νοσηρή ἀτμόσφαιρα \нездоровыйье с ἡ ἀδιαθεσία, ἡ ἀρρώστια. -
7 прихварывать
прихварыватьнесов разг ἀδιαθετώ συχνά, εἶμαι ἀδιάθετος. -
8 indisposed
[indi'spəuzd]((slightly) ill: The princess is indisposed and has cancelled her engagements.) αδιάθετος -
9 not be oneself
(to look or feel ill, anxious etc: I'd better go home - I'm not myself today.) δεν είμαι στις καλές μου,είμαι αδιάθετος/άκεφος -
10 off-colour
adjective (not feeling well: He was a bit off-colour the morning after the party.) αδιάθετος -
11 out of sorts
1) (slightly unwell: I felt a bit out of sorts after last night's heavy meal.) αδιάθετος2) (not in good spirits or temper: He's been a little out of sorts since they told him to stay at home.) κακοδιάθετος -
12 queer
[kwiə] 1. adjective1) (odd, strange or unusual: queer behaviour; queer noises in the middle of the night.) ιδιόρυθμος, παράξενος, αλλόκοτος2) (sick; unwell: I do feel a bit queer - perhaps I ate too many oysters.) αδιάθετος3) ((slang) homosexual.) κίναιδος, πούστης2. noun(a homosexual.) κίναιδος, πούστης- queerly- queerness -
13 seedy
1) (shabby: a rather seedy hotel.) φτωχικός,άθλιος2) (ill or unhealthy: He's feeling a bit seedy.) αδιάθετος -
14 under the weather
(in poor health: I'm feeling under the weather this week.) αδιάθετος -
15 unwell
(not in good health: He felt unwell this morning.) άρρωστος, αδιάθετος -
16 нездоровый
[νιζνταρόβυϊ] επ. αδιάθετος, άρρωστος -
17 нездоровый
[νιζνταρόβυϊ] επ αδιάθετος, άρρωστος -
18 нездоровый
επ., βρ: -ров, -а, -о.1. αδιάθετος• άρρωστος, ασθενής•я -ов είμαι άρρωστος.
|| ασθενικός, αρρωστιάρ ικος•нездоровый вид αρρωστιάρικη όψη.
2. βλαβερός στην υγεία, ανθυγιεινός, νοσηρός•-ая пища βλαβερή τροφή•
-ая местность ανθυγιεινό μέρος•
нездоровый климат νοσηρό κλίμα.
3. μτφ. νοσηρός ηθικά•-ая обстановка νοσηρό περιβάλλον.
-
19 полубольной
επ.μισοάρρωστος• αδιάθετος, ανήμπορος. -
20 Intestate
adj.P. ἀδιάθετος ( late).If he had died intestate: P. εἰ... μηδὲν ἐκεῖνος διαθέμενος ἐτελεύτησεν (Isae. 72).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Intestate
См. также в других словарях:
ἀδιάθετος — not disposed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδιάθετος — η, ο 1. ανήμπορος, άκεφος: Δεν ήρθε στη δουλειά, γιατί ήταν αδιάθετος. 2. αυτός που δε διατέθηκε, δεν πουλήθηκε: Έμειναν αδιάθετα αρκετά αντίτυπα του βιβλίου. 3. αυτός που δεν κληροδοτήθηκε με διαθήκη: Κληρονόμησε «εξ αδιαθέτου». 4. αυτός που… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αδιάθετος — η, ο (ΑΜ ἀδιάθετος, ον) 1. αυτός που πεθαίνοντας δεν άφησε διαθήκη 2. αυτός που κληρονομήθηκε χωρίς διαθήκη νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει διάθεση, δηλ. σωματική ή ψυχική ευεξία, κακοδιάθετος, ελαφρά άρρωστος 2. αυτός που δεν διατέθηκε ή δεν… … Dictionary of Greek
αδιαθετώ — [αδιάθετος] είμαι αδιάθετος, ελαφρά άρρωστος … Dictionary of Greek
ἀδιαθέτως — ἀδιάθετος not disposed adverbial ἀδιάθετος not disposed masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιάθετον — ἀδιάθετος not disposed masc/fem acc sg ἀδιάθετος not disposed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιαθέτου — ἀδιάθετος not disposed masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιαθέτους — ἀδιάθετος not disposed masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιαθέτων — ἀδιάθετος not disposed masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιαθέτῳ — ἀδιάθετος not disposed masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιάθετοι — ἀδιάθετος not disposed masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)