-
1 αδιάβατος
η, ο [ος, ον ] 1. непроходимый; непролазный; непроезжий; не переходимый вброд (о реке);αδιάβατη λάσπη — непролазная грязь;
2. (τό) непроходимость (дороги и т. п.) -
2 λάσπη
η1) грязь (тж. перен.); слякоть; ил, тина;αδιάβατη λάσπη — непролазная грязь;
τσαλαβουτώ στη λάσπη — месить грязь;
ρίχνω λάσπη σε κάποιον — полить кого-л. грязью; — оклеветать кого_л.;
2) перен. месиво;ένα ψωμί λάσπη — не хлеб, а какое-то месиво;
3) отстой вина;4) тех раствор;§ λάσπη η δουλειά μας — наше дело дрянь;
πέφτω στη λάσπη — сесть в лужу, потерпеть неудачу;
См. также в других словарях:
παρθένος — (Αστρον.). Αστερισμός του ζωδιακού κύκλου, στον οποίο ο Ήλιος παραμένει από τις 24 Αυγούστου μέχρι τις 22 Σεπτεμβρίου, ενώ ακόμα βρίσκεται στο ζώδιο του Ζυγού. Ο αστερισμός της Π. επεκτείνεται και προς τις δύο πλευρές του ουράνιου ισημερινού. Στο … Dictionary of Greek
Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… … Dictionary of Greek