-
1 αδασμολόγητος
η, ο [ος, ον ]1) беспошлинный;αδασμολόγητοςη εισαγωγή εμπορευμάτων — беспошлинный ввоз товаров;
2) освобождённый от уплаты пошлин
См. также в других словарях:
αδασμολόγητος — η, ο [δασμολογώ] αυτός που δεν δασμολογήθηκε ή δεν υπόκειται σε δασμούς, ο αφορολόγητος, ο ατελώνιστος … Dictionary of Greek
αδασμολόγητος — η, ο χωρίς δασμούς, αφορολόγητος: Πολλές πρώτες ύλες εισάγονται στη χώρα μας αδασμολόγητες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αΐδασμος — ἀίδασμος, ον (Α) 1. ο υποκείμενος σε διαρκή δασμό («ἐκδίδομεν τὴν γῆν ἀίδασμον» επιγραφή) 2. (και αντίθ.) αδασμολόγητος, αφορολόγητος … Dictionary of Greek