-
121 ταγορά
ἀγορᾷ, ἀγοράassembly: fem dat sg (attic doric aeolic)ἀγορᾷ, ἀγοράομαιmeet in assembly: pres subj mid 2nd sgἀγορᾷ, ἀγοράομαιmeet in assembly: pres ind mid 2nd sg (epic doric aeolic)ἀγορᾷ, ἀγοράζωfrequent the: fut ind mid 2nd sg (epic doric aeolic)ἀγορᾷ, ἀγοράζωfrequent the: fut ind act 3rd sg (epic doric aeolic) -
122 τἀγορᾷ
ἀγορᾷ, ἀγοράassembly: fem dat sg (attic doric aeolic)ἀγορᾷ, ἀγοράομαιmeet in assembly: pres subj mid 2nd sgἀγορᾷ, ἀγοράομαιmeet in assembly: pres ind mid 2nd sg (epic doric aeolic)ἀγορᾷ, ἀγοράζωfrequent the: fut ind mid 2nd sg (epic doric aeolic)ἀγορᾷ, ἀγοράζωfrequent the: fut ind act 3rd sg (epic doric aeolic) -
123 ανταγοραζω
покупать взамен, т.е. на вырученные деньги(πωλεῖν τι καὴ ἀ. σῖτον Xen.; τὰ ἐκεῖθεν ἀνταγορασθέντα Dem.)
-
124 εξαγοραζω
1) покупать(τι παρά τινος Polyb.)
2) закупать, скупать(τι Plut.)
3) выкупать(τινά Diod.)
4) искупать, освобождать(τινὰ ἔκ τινος NT.)
5) med. схватывать, улучать ( о времени) -
125 καταγοραζω
-
126 προσαγοραζω
-
127 συναγοραζω
1) скупать(τὸν σῖτον πάντα Arst.)
2) вместе проводить время на рыночной площади(συμπίνειν καὴ σ. Plut.)
-
128 αζύγι(α)στος
η, ο [ος, ον ], αζύγιαχτ||ος, η, ο1) не взвешенный;αγοράζω (πουλώ) αζύγι(α)στο — покупать (продавать) не на вес;
2) не поддающийся взвешиванию (о тяжёлых предметах);3) огромный, изобильный;αζύγι(α)στη σοδειά — богатый урожай;
4) расходуемый без меры;5) не взвешивающий свои слова, не обдумывающий свои поступки
См. также в других словарях:
ἀγοράζω — frequent the pres subj act 1st sg ἀγοράζω frequent the pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγοράζω — αγοράζω, αγόρασα βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αγοράζω — (Α ἀγοράζω) αποκτώ, προμηθεύομαι κάτι έναντι χρημάτων, ψωνίζω νεοελλ. 1. προσπαθώ να εκμαιεύσω τις βαθύτερες σκέψεις, τις προθέσεις ή τους σκοπούς κάποιου, «τού παίρνω λόγια» 2. παθ. αγοράζομαι δωροδοκούμαι 3. (παθ. μτχ.) αγορασμένος, η, ο αυτός… … Dictionary of Greek
αγοράζω — αγόρασα, αγοράστηκα, αγορασμένος 1. προμηθεύομαι κάτι με χρήματα, ψωνίζω. 2. διαφθείρω με το χρήμα: Αυτόν δεν τον λογάριαζε, γιατί ήξερε πως ήταν αγορασμένος – συνηθισμ. φρ.: Μας πουλά και μας αγοράζει (είναι πιο έξυπνος από μας) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀγοράζῃ — ἀγοράζω frequent the pres subj mp 2nd sg ἀγοράζω frequent the pres ind mp 2nd sg ἀγοράζω frequent the pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγοράσατε — ἀγοράζω frequent the aor imperat act 2nd pl ἀ̱γοράσατε , ἀγοράζω frequent the aor ind act 2nd pl (doric aeolic) ἀγοράζω frequent the aor ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγοράσουσι — ἀγοράζω frequent the aor subj act 3rd pl (epic) ἀγοράζω frequent the fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἀγοράζω frequent the fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγοράσουσιν — ἀγοράζω frequent the aor subj act 3rd pl (epic) ἀγοράζω frequent the fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἀγοράζω frequent the fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠγορασμένα — ἀγοράζω frequent the perf part mp neut nom/voc/acc pl (attic epic doric ionic aeolic) ἠγορασμένᾱ , ἀγοράζω frequent the perf part mp fem nom/voc/acc dual (attic epic doric ionic aeolic) ἠγορασμένᾱ , ἀγοράζω frequent the perf part mp fem nom/voc … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγοραζομένων — ἀγοράζω frequent the pres part mp fem gen pl ἀγοράζω frequent the pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγοραζόμενον — ἀγοράζω frequent the pres part mp masc acc sg ἀγοράζω frequent the pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)