Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

αγνώμονας

  • 1 неблагодарный

    неблагодарный αχάριστος, αγνώμονας
    * * *
    αχάριστος, αγνώμονας

    Русско-греческий словарь > неблагодарный

  • 2 забыть

    -буду, -будешь, προστκ. ;забуць, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. забытый, βρ: -быт, -а, -о
    ρ.σ,
    1. λησμονώ, ξεχνώ•

    забыть номер телефона ξεχνώ τον αριθμό του τηλεφώνου•

    -дем прошлое λήθη στο παρελθόν•

    вы нас совсем -ли εσείς μας! ξεχάσατε τελείως.

    2. παραμελώ, αφήνω χωρίς επίβλεψη.
    εκφρ.
    забыл дорогу куда – ξέχασα το δρόμο για κάπου (έπαυσα να μεταβαίνω κάπου)•
    забыл думать – έπαψα να σκέφτομαι (δε με ενδιαφέρει)•
    забыть чью ή какую хлеб-соль – ξεχνώ το καλό που μου έκανε (είμαι αγνώμονας)•
    не забыть – α) «кого» δεν ξεχνώ κάποιον (για αμοιβή)• β) «кому-чего» δεν ξεχνώ κάποιον, δεν συγχωρώ•
    себя не забыть – δεν ξεχνώ τον εαυτό μου (προκειμένου για κέρδος, όφελος)•
    что я -был? (тамκ.τ.τ.) τι δουλειά έχω εγώ εκεί; τι να κάνω εκεί;
    1. κοιμούμαι λιγάκι, με παίρνει λίγο ο ύπνος.
    2. ξεχνιέμαι, αφαιρούμαι.
    3. παραφέρομαι, εξοργίζομαι. || εκτρέπομαι, παρεκτρέπομαι, εκτραχηλίζομαι.
    4. λησμονώ, ξεχνώ.

    Большой русско-греческий словарь > забыть

  • 3 неблагодарный

    επ., βρ: -рен, -рна, -рно;
    1. αγνώμονας, αχάριστος, ανέγνωρος, ψωμοπάτης.
    ουσ. αχάριστος κλπ. επ.
    2. μτφ. ανάρμοστος, αταίριαστος, απάδων. || ανώφελος.

    Большой русско-греческий словарь > неблагодарный

См. также в других словарях:

  • αγνώμονας — ο αχάριστος: Δεν περίμενα να φανείς τόσο αγνώμονας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀγνώμονας — ἀγνώμων ill judging masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • невѣжа — НЕВѢЖ|А (44), Ѣ ( А) с. 1. Невежда, несведущий, незнающий человек: азъ бо есмь грѣшьнъ невѣжа. да напьсахъ [книги] бес показани˫а въ своихъ грѣсѣхъ погруженъ. Мин. 1095 (сент.), 176 об. (запись); ˫ако грѹбъ сы и невѣжа премѹдрѣи философъ ˫авис˫а …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • αχάριστος — (I) η, ο (AM ἀχάριστος, ον) [χαρίζομαι] αυτός που δεν χρωστάει χάρη για κάποια ευεργεσία, ο αγνώμονας αρχ. 1. αυτός που δεν έχει χάρη, ο άχαρος 2. δυσάρεστος 3. (για πρόσωπα) δυσμενής 4. ο ανανταπόδοτος 5. το ουδ. ως ουσ. το αντίδοτο. (II) η, ο… …   Dictionary of Greek

  • αγνωμονώ — αγνωμόνησα, αμτβ., είμαι αγνώμονας, αχάριστος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανέγνωρος — η, ο 1. άγνωστος: Για όλους στο χωριό ήταν ανέγνωρος. 2. αγνώριστος: Ανέγνωρη κι ασούσουμη, χλομή και μαραμένη (Ερωτόκριτος). 3. αγνώμονας: Κοντά στ άλλα ήταν κι ανέγνωρος στον ευεργέτη του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανευχαρίστητος — ανευχαρίστητος, η, ο και ανευχάριστος, η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν ευχαριστιέται με τίποτε, ανικανοποίητος: Ό,τι και να του έκανες εκείνος έμενε ανευχαρίστητος. 2. αχάριστος, αγνώμονας: Σε δικούς του και ξένους ήταν ανευχαρίστητος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αχάριστος — η, ο επίρρ. α 1. αγνώμονας: Η θάλασσα κι ο αχάριστος ποτέ τους δε χορταίνουν (παροιμ. φράση). 2. άχαρος, δυσάρεστος: Η δουλειά που μου ανάθεσαν είναι αχάριστη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»