-
1 неблагодарный
-
2 забыть
-буду, -будешь, προστκ. ;забуць, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. забытый, βρ: -быт, -а, -оρ.σ,1. λησμονώ, ξεχνώ•забыть номер телефона ξεχνώ τον αριθμό του τηλεφώνου•
-дем прошлое λήθη στο παρελθόν•
вы нас совсем -ли εσείς μας! ξεχάσατε τελείως.
2. παραμελώ, αφήνω χωρίς επίβλεψη.εκφρ.забыл дорогу куда – ξέχασα το δρόμο για κάπου (έπαυσα να μεταβαίνω κάπου)•забыл думать – έπαψα να σκέφτομαι (δε με ενδιαφέρει)•забыть чью ή какую хлеб-соль – ξεχνώ το καλό που μου έκανε (είμαι αγνώμονας)•не забыть – α) «кого» δεν ξεχνώ κάποιον (για αμοιβή)• β) «кому-чего» δεν ξεχνώ κάποιον, δεν συγχωρώ•себя не забыть – δεν ξεχνώ τον εαυτό μου (προκειμένου για κέρδος, όφελος)•что я -был? (там – κ.τ.τ.) τι δουλειά έχω εγώ εκεί; τι να κάνω εκεί;1. κοιμούμαι λιγάκι, με παίρνει λίγο ο ύπνος.2. ξεχνιέμαι, αφαιρούμαι.3. παραφέρομαι, εξοργίζομαι. || εκτρέπομαι, παρεκτρέπομαι, εκτραχηλίζομαι.4. λησμονώ, ξεχνώ. -
3 неблагодарный
επ., βρ: -рен, -рна, -рно;1. αγνώμονας, αχάριστος, ανέγνωρος, ψωμοπάτης.ουσ. αχάριστος κλπ. επ.2. μτφ. ανάρμοστος, αταίριαστος, απάδων. || ανώφελος.
См. также в других словарях:
αγνώμονας — ο αχάριστος: Δεν περίμενα να φανείς τόσο αγνώμονας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀγνώμονας — ἀγνώμων ill judging masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
невѣжа — НЕВѢЖ|А (44), Ѣ ( А) с. 1. Невежда, несведущий, незнающий человек: азъ бо есмь грѣшьнъ невѣжа. да напьсахъ [книги] бес показани˫а въ своихъ грѣсѣхъ погруженъ. Мин. 1095 (сент.), 176 об. (запись); ˫ако грѹбъ сы и невѣжа премѹдрѣи философъ ˫авис˫а … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αχάριστος — (I) η, ο (AM ἀχάριστος, ον) [χαρίζομαι] αυτός που δεν χρωστάει χάρη για κάποια ευεργεσία, ο αγνώμονας αρχ. 1. αυτός που δεν έχει χάρη, ο άχαρος 2. δυσάρεστος 3. (για πρόσωπα) δυσμενής 4. ο ανανταπόδοτος 5. το ουδ. ως ουσ. το αντίδοτο. (II) η, ο… … Dictionary of Greek
αγνωμονώ — αγνωμόνησα, αμτβ., είμαι αγνώμονας, αχάριστος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανέγνωρος — η, ο 1. άγνωστος: Για όλους στο χωριό ήταν ανέγνωρος. 2. αγνώριστος: Ανέγνωρη κι ασούσουμη, χλομή και μαραμένη (Ερωτόκριτος). 3. αγνώμονας: Κοντά στ άλλα ήταν κι ανέγνωρος στον ευεργέτη του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανευχαρίστητος — ανευχαρίστητος, η, ο και ανευχάριστος, η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν ευχαριστιέται με τίποτε, ανικανοποίητος: Ό,τι και να του έκανες εκείνος έμενε ανευχαρίστητος. 2. αχάριστος, αγνώμονας: Σε δικούς του και ξένους ήταν ανευχαρίστητος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αχάριστος — η, ο επίρρ. α 1. αγνώμονας: Η θάλασσα κι ο αχάριστος ποτέ τους δε χορταίνουν (παροιμ. φράση). 2. άχαρος, δυσάρεστος: Η δουλειά που μου ανάθεσαν είναι αχάριστη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)