Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

αγνοούμενος

См. также в других словарях:

  • αγνοούμενος — η, ο βλ. αγνοώ …   Dictionary of Greek

  • ἀγνοούμενος — ἀγνοέω not to perceive pres part mp masc nom sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγνοώ — ἀγνοῶ (Α έω) 1. δεν έχω γνώση κάποιου πράγματος, δεν γνωρίζω, έχω άγνοια 2. παθ. διαφεύγω την προσοχή τών άλλων, μένω άγνωστος, δεν γνωρίζουν τίποτε για την τύχη μου νεοελλ. 1. προσποιούμαι ότι δεν γνωρίζω κάποιον ή κάτι, αδιαφορώ, περιφρονώ,… …   Dictionary of Greek

  • Κόλινς, Γουίλιαμ — (William Collins, Τσίτσεστερ 1721 – Λονδίνο 1759). Άγγλος ποιητής. Μετά τις σπουδές του στο Γουίντσεστερ και στην Οξφόρδη δημοσίευσε το έργο Περσικές εκλογές (1742), που παρέμεινε δημοφιλέστατο για μεγάλο χρονικό διάστημα. Το 1747 εκδόθηκαν οι… …   Dictionary of Greek

  • Λέμον, Τζακ — (John Uhler «Jack» Lemmon III, Βοστόνη 1925 – 2001). Αμερικανός ηθοποιός του κινηματογράφου. Σπούδασε στο Χάρβαρντ και ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του ως παραγωγός ραδιοφώνου. Στη συνέχεια στράφηκε στο θέατρο, ενώ αργότερα συνέχισε ως ηθοποιός της… …   Dictionary of Greek

  • Σούμπερτ, Φραντς — (Schubert). Αυστριακός συνθέτης (Λίχτενταλ, Βιέννη 1797 Βιέννη 1828). Αφού πήρε μέσα στο σπίτι του την πρώτη μουσική μόρφωση, συνέχισε έπειτα στην εκκλησία της ενορίας του, όπου μελέτησε τραγούδι και εκκλησιαστικό όργανο και το 1808 έγινε μέλος… …   Dictionary of Greek

  • ԱՆԳԻՏԵԼԻ — (լւոյ, լեաց.) NBH 1 0126 Chronological Sequence: Unknown date, 6c, 8c, 11c, 12c, 14c ա. ἅγνωστος, ἁγνοούμενος ignotus, quod ignoramis Որ չէ գիտելի. անծանօթ. ոչ ծանուցեալ. անյայտ. անիմանալի. անհաս. չգիտցուած, խելք չհասնելու. ... *Յաստուածայինս ասի …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ԱՆԾԱՆՕԹ — (ի, ից.) NBH 1 0165 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 7c, 8c, 9c, 10c, 11c, 12c, 13c ա. ἁγνοῶν ignorans Ոչ ճանաչօղ. չեւեւս ծանօթ. անգէտ. անտեղեակ. չճանչցօղ: Ուստի ԱՆԾԱՆՕԹ ԼԻՆԵԼ, անգիտանալ. ἁγνοέω ignoro *Սամուէլ նախ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • αγνοώ — αγνόησα, αγνοήθηκα, αγνοημένος 1. δεν ξέρω: Αυτός αγνοεί στοιχειώδη πράγματα. 2. η μτχ. του παθητ. ενεστ., αγνοούμενος στη στρατιωτική ορολογία σημαίνει αυτόν που κηρύχτηκε σε άγνοια: Μετά τη μάχη υπήρχαν πέντε αγνοούμενοι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»