-
1 αγκαλιάζω
[ангапьязо] р. обнимать.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αγκαλιάζω
-
2 объятие
объятие с η αγκαλιά, το αγκάλιασμα, η αγκάλη· заключить в \объятиея αγκαλιάζω* * *сη αγκαλιά, το αγκάλιασμα, η αγκάληзаключи́ть в объя́тия — αγκαλιάζω
-
3 обнимать
обниматьнесов1. ἀγκαλιάζω, ἐναγκαλίζομαι:крепко \обнимать σφιχταγκαλιάζω·2. перен (охватывать) ἀγκαλιάζω, πιάνω, (συμπεριλαμβάνω / καταλαμβάνω (понимать). -
4 охватить
охватитьсов, охватывать несов1. ἀγκαλιάζω, πιάνω·2. (о страхе, тоске и т. п.) καταλαμβάνω, κυριεύω, πιάνω:его охватил страх τόν ἔπιασε (или τόν κυρίευσε) φόβος· 3.· (взором, умом и т. п.) ἀγκαλιάζω·4. (вовлекать) разг συμπεριλαμβάνω·5. воен. ὑπεοφόλαγγίζω. -
5 обнять
обниму, обнимешь κ. обойму, обоймёшь κ. (παλ. κ. απλ.) обниму, обнимешь, παρλθ. χρ. обнял, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обнятый, βρ: -нят, -а, -о ρ.σ.μ.1. αγκαλιάζω•обнять друга αγκαλιάζω το φίλο•
он обнял е и поцеловал αυτός την αγκάλιασε και τη φίλησε•
крепко обнять σφιχταγκαλιάζω.
|| περιφέρω, ρίχνω παντού (βλέμμα, ματιά κ.τ.τ.).2. μτφ. περικλείνω, τυλίγω, καλύπτω, σκεπάζω (για φλόγες, σκοτάδι κ.τ.τ.). || κατέχω, κυριεύω, καταλαβαίνω (για αισθήματα)•страх обнял всех щшсуствующих φόβος κυρίευσε όλους τους παρευρισκόμενους.
3. μτφ. περιλαβαίνω, εναγκαλιάζω.εναγκαλίζομαι, αγκαλιάζομαι. -
6 охватить
-ачу, -атишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. охваченный, βρ: -чен, -а, -оρ.σ.μ.1. αγκαλιάζω, κλείνω στην αγκαλιά•охватить руками ствол дерева αγκαλιάζω τον κορμό του δέντρου•
мать -ла руками е дочь и долго плакала η μάνα αγκάλιασε την κόρη της και πολλή ώρα έκλαιγε.
2. περιζώνω, περιβάλλω, πε-ρικλώνω. || υπερφαλαγγίζω.3. τυλίγω•плнмя -ло дом η φλόγα τύλιξε το σπίτι.
|| (για αισθήματα, σκέψεις) κυριεύω, καταλαβαίνω, πιάνω.4. διαδίδομαι, ξαπλώνομαι•зариза -ла весь город η μόλυνση αγκάλιασε όλη την πόλη•
забастовка -ла всю страну η απεργία αγκάλιασε όλη τη χώρα.
5. τραβώ, προσελκύω.εκφρ.охватить взглядом (взором) – φέρνω το βλέμμα γύρω, περιβλέπω. -
7 захватывать
1. (воду, воздух, пыль, газ и тп.) κατακρατώ 2. (при помощи механизма) πιάνω, αρπάζω 3. (ядерные частицы) παγιδεύω 4. (охватывать) αγκαλιάζω 5. (схва-тывать, зажимать) αρπάζω 6. (брать силой) παίρνω (με τη βία/το ζόρι).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > захватывать
-
8 обнять
-
9 охватить
-
10 взор
взорм τό βλέμμα, ἡ ματιά:поту́пить \взор χαμηλώνω τά μάτια· окинуть \взорομ ἀγκαλιάζω μέ τό βλέμμα. -
11 заключать
заключатьнесов \. (помещать куда-л.) κλείνω·2. (заканчивать) τελειώνω (μετ.), κλείνω:\заключать речь словами... τελειώνω τήν ὁμιλία μέ (τά) λόγια...·3. (делать вывод) συμπεραίνω, καταλήγω·4. (договор и т. ἡ.) συνάπτω, κλείνω:\заключать мир συνάπτω ἐΙρήνη· \заключать союз συνάπτω συμμαχία·5. (в себе) ἐνέχω, περιέχω· ◊ \заключать в объятиях ἀγκαλιάζω· \заключать в скобки βάζω σέ παρένθεση· \заключать пари́ βάζω στοίχημα. -
12 обозревательевать
обозреватель||ева́тьнесов1. ἀγκαλιάζω μέ τό βλέμμα, βλέπω, κοιτάζω:\обозревательеватьевать окрестности βλέπω τά περίχωρα·2. перен (в печати и т. п.) κάνω ἀνασκόπηση, γράφω σχόλιο. -
13 объятие
объят||иес ἡ ἀγκαλιά, ἡ ἀγκάλη:заключать кого-л. в \объятиеия ἀγκαλιάζω κάποιον ◊ с распростертыми \объятиеиями μέ ἀνοιχτές ἀγκάλες. -
14 обнимать
[αμπνιμάχ'] ρ. αγκαλιάζω -
15 обнимать
[αμπνιμάχ'] ρ αγκαλιάζω -
16 заразить
-ражу, -разишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. зараженный, βρ: -жен, -жена, -жено ρ.σ. ц.1. μολύνω, μιαίνω•заразить гриппом μολύνω με γρίπη.
|| μολύνω την ατμόσφαιρα.2. μτφ. μεταδίνω, εμπνέω, εμφυσώ•заразить страхом μεταδίνω το φόβο•
заразить примером μεταδίνω το κακό παράδειγμα.
|| διαδίδω, ξαπλώνω, αγκαλιάζω.1. μολύνομαι•заразить оспой μολύνομαι από ευλογιά.
2. επηρεάζομαι•заразить суеверием μολύνομαι από δεισιδαιμονία.
-
17 нахватать
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. нахватанный, βρ: -тан, -а, -о.1. παίρνω, πιάνω, αρπάζω. || μτφ. αγκαλιάζω, αποκτώ, παίρνω στην κατοχή μου, οικειοποιούμαι, σφετερίζομαι.2. μτφ. αφομοιώνω πολλά τυχαία ή επιφανειακά, πάσσαλείφομαι. -
18 обвить
обовью, обовьшь, παρλθ. χρ. обвил, -ла, -ло, προστκ. обвей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обвитый, βρ: -вит, -а, -о ρ.σ.μ.1. (με δοτ.) (περι)τυλίγω, -σσω• περιελίσσω•обвить косы вокруг головы τυλίγω τις πλεζούδες γύρω στο κεφάλι•
плющ -ил террасу ο κισσός περιτύλιξε την ταράτσα.
|| (για σκοτάδι, ομίχλη) καλύπτω, σκεπάζω.2. αγκαλιάζω.περιτυλίγομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
19 облапить
-плю, -пишьρ.σ.μ. (γιαζώα) πιάνω με το πέλμα, με τα πόδια.(απλ.) αγκαλιάζω. -
20 объятие
-я ουδ.αγκαλιά•принимать кого распростртыми -ями υποδέχομαι κάποιον με ανοιχτή την αγκαλιά•
раскрыть -я ανοίγω την αγκαλιά•
заключить в -я κλείνω στην αγκαλιά, αγκαλιάζω σφιχτά.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
αγκαλιάζω — αγκαλιάζω, αγκάλιασα βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αγκαλιάζω — 1. περικλείω κάποιον ή κάτι στην αγκαλιά μου, σφίγγω στο στήθος μου, περιπτύσσομαι 2. σχηματίζω αγκαλίδες, δεμάτια 3. υποδέχομαι κάποιον με προθυμία, υποστηρίζω, προστατεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγκαλιά. ΠΑΡ. αγκάλιασμα, αγκαλιαστός] … Dictionary of Greek
αγκαλιάζω — αγκάλιασα, αγκαλιάστηκα, αγκαλιασμένος 1. δέχομαι στην αγκαλιά μου: Τον αγκάλιασε και τον φίλησε. 2. γίνομαι οπαδός, πηγαίνω με το μέρος κάποιου: Αγκάλιασε με ενθουσιασμό τις ιδέες της νέας παιδαγωγικής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλληλοπεριπτύσσομαι — αγκαλιάζω και ταυτόχρονα με αγκαλιάζουν. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλο * + περιπτύσσω ( ομαι)] … Dictionary of Greek
προσπτύσσω — ΜΑ, και επικ. τ. ποτιπτύσσω και επικ. μέσ. τ. προτιπτύσσομαι Α (το μέσ.) προσπτύσσομαι (σχετικά με πρόσ.) εναγκαλίζομαι, αγκαλιάζω αρχ. 1. μέσ. α) (για ένδυμα) προσαρμόζομαι σφιχτά, εφαρμόζω β) πιέζω κάτι πάνω σε κάτι άλλο γ) ζαρώνω κοντά σε… … Dictionary of Greek
σφιχταγκαλιάζω — Ν αγκαλιάζω σφιχτά («μέσ στα βράχια βρίσκουν / παραρριγμένα δυο κορμιά και σφιχταγκαλιασμένα», Κρυστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σφιχτός + αγκαλιάζω] … Dictionary of Greek
Modernes Griechisch — Neugriechisch Gesprochen in Griechenland, Zypern, Albanien, Mazedonien, Türkei, Bulgarien, in isolierten Sprachinseln in Süditalien (Kalabrien und Apulien) und überall dort, wohin Griechen und griechische Zyprer ausgewandert sind (USA, Australien … Deutsch Wikipedia
Neugriechisch — Gesprochen in Griechenland, Zypern, Albanien, Mazedonien, Türkei, Bulgarien, in isolierten Sprachinseln in Süditalien (Kalabrien und Apulien) und überall dort, wohin Griechen und griechische Zyprer ausgewandert sind (USA, Australien … Deutsch Wikipedia
Neugriechische Orthographie — Die Orthographie des Neugriechischen folgt einer historischen Rechtschreibung, die mit dem seit 403 v. Chr. nahezu unveränderten griechischen Alphabet notiert wird. Sie hat bestimmte Verschriftlichungen altgriechischer Laute und Lautkombinationen … Deutsch Wikipedia
Neugriechische Sprache — Neugriechisch Gesprochen in Griechenland, Zypern, Albanien, Mazedonien, Türkei, Bulgarien, in isolierten Sprachinseln in Süditalien (Kalabrien und Apulien) und überall dort, wohin Griechen und griechische Zyprer ausgewandert sind (USA, Australien … Deutsch Wikipedia
αγαθός — ή, ό (Α ἀγαθός, ή, όν) καλός, χρηστός, ενάρετος νεοελλ. 1. καλόψυχος, άκακος 2. υπερβολικά εύπιστος, αφελής, ανόητος 3. το ουδ. ως ουσ. το αγαθό* αρχ. 1. συνετός, φρόνιμος 2. ευγενής στην καταγωγή 3. γενναίος, ανδρείος 4. αυτός που έχει επίδοση… … Dictionary of Greek