-
1 обняться
-
2 обнять
-
3 обниматься
обнимать||сяἀγκαλιάζομαι, ἐναγκαλίζομαι. -
4 обниматься
[αμπνιμάχ'σα] ρ. αγκαλιάζομαι -
5 обниматься
[αμπνιμάχ'σα] ρ αγκαλιάζομαι -
6 обнять
обниму, обнимешь κ. обойму, обоймёшь κ. (παλ. κ. απλ.) обниму, обнимешь, παρλθ. χρ. обнял, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обнятый, βρ: -нят, -а, -о ρ.σ.μ.1. αγκαλιάζω•обнять друга αγκαλιάζω το φίλο•
он обнял е и поцеловал αυτός την αγκάλιασε και τη φίλησε•
крепко обнять σφιχταγκαλιάζω.
|| περιφέρω, ρίχνω παντού (βλέμμα, ματιά κ.τ.τ.).2. μτφ. περικλείνω, τυλίγω, καλύπτω, σκεπάζω (για φλόγες, σκοτάδι κ.τ.τ.). || κατέχω, κυριεύω, καταλαβαίνω (για αισθήματα)•страх обнял всех щшсуствующих φόβος κυρίευσε όλους τους παρευρισκόμενους.
3. μτφ. περιλαβαίνω, εναγκαλιάζω.εναγκαλίζομαι, αγκαλιάζομαι. -
7 обхватывать
ρ.δ.μ.βλ. обхватить.αγκαλιάζομαι. || περιζώνομαι, περικυκλώνομαι. || διαδίδομαι, ξαπλώνομαι. || τραβιέμαι, προσελκύομαι.
См. также в других словарях:
αγκαλιάζομαι — αγκαλιάζομαι, αγκαλιάστηκα, αγκαλιασμένος βλ. πίν. 36 Σημειώσεις: αγκαλιάζομαι : κυρίως με αξία αλληλοπάθειας, π.χ. αγκαλιαστήκαμε (→ αγκάλιασε ο ένας τον άλλο) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αντεμπλέκομαι — ἀντεμπλέκομαι (AM) 1. περιπλέκομαι, συνδυάζομαι με κάποιον άλλο 2. αγκαλιάζομαι ή ανταποδίδω σε κάποιον τους εναγκαλισμούς και τους χαιρετισμούς 3. (για επίδεσμο) τοποθετούμαι σταυρωτά μαζί με κάποιον άλλο … Dictionary of Greek
γλυκαγκαλιάζομαι — 1. αγκαλιάζομαι τρυφερά με κάποιον 2. συνδυάζομαι αρμονικά … Dictionary of Greek
θίγω — (ΑΜ θιγγάνω) 1. αγγίζω, ακουμπώ, άπτομαι, ψαύω 2. πλησιάζω, προσεγγίζω 3. ανακινώ κάποιο ζήτημα, κάνω λόγο γιά κάτι, αναφέρω κάτι («στο λόγο του έθιξε πολλά ζητήματα») 1. νεοελλ. μτφ. πειράζω, προσβάλλω («με τα λόγια του τόν έθιξε κατάκαρδα») 2.… … Dictionary of Greek