Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

αγκίστρι

  • 21 перемётный

    επ.
    της καθετής•

    перемётный крючок αγκίστρι της καθετής.

    || ο εκατέρωθεν•

    -ке сумки το δισάκκιο.

    εκφρ.
    сума перемётныйая – αλλαξόπιστος, ανεμοδούρας.

    Большой русско-греческий словарь > перемётный

  • 22 подсечь

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. под-сеченный, βρ: -чен, -чена, -чено.
    1. υποκόπτω, κόβω από κάτω, από τη ρίζα. || μτφ. διακόπτω, σταματώ απότομα.
    2. ζελογγιάζω, ξεχερσώνω μέρος δάσους για καλλιέργεια.
    3. τραβώ το αγκίστρι, αγκιστρώνω.
    ноги -клись μου κόπηκαν τα πόδια (από αδυναμία, φόβο κ.τ.τ.).

    Большой русско-греческий словарь > подсечь

  • 23 привязать

    -вяжу, вяжешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. привязанный, βρ: -зан, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. δένω, προσδένω•

    привязать леску к удочке δένω την πετονιά στο αγκίστρι•

    привязать собаку к забору δένω το σκυλί στον περίβολο.

    2. μτφ. καρφώνω, κρατώ ακίνητο•

    болезнь -ла его к постоли η άρρωστεια τον κάρφωσε στο κρεβάτι.

    3. εμπνέω αφοσίωση.
    4. συσχετίζω, βάζω σε αντιστοιχία αντισταθμίζω.
    1. δένομαι, προσδένομαι.
    2. μτφ. αφοσιώνομαι.
    3. κολλώ, ενοχλώ, γίνομαι τσιμπούρι (κουνούπι, βδέλλα). || κολλώ, επιδιώκω καβγά. || παρακολουθώ καταπόδι. || συνηθίζω, μου γίνεται συνήθεια.
    4. συσχετίζομαι, παραθέτομαι• αντισταθμίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > привязать

  • 24 сажать

    ρ.δ.μ.
    1. καθίζω, βάζω να καθίσει, τοποθετώ, βάζω σε θέση• βολεύω;
    προσγειώνω (αεροπλάνο).
    2. διορίζω σε θέση.
    4. βάζω, κλείνω•

    сажать в тюръщ βάζω στη φυλακή•

    сажать в гауптвахту ή в арестантскую βάζω στο κρατητήριο•

    сажать под арест βάζω υπο κράτηση•

    сажать на цепь βάζω στα δεσμά, αλυσοδένω•

    сажать в клетку βάζω στο κλουβί.

    || βάζω (υπό καθεστώς)•

    на диету βάζω σε δίαιτα.

    5. φυτεύω•

    картофель φυτεύω πατάτα•

    сажать табак φυτεύω καπνό.

    6. βάζω•

    сажать кирпичи в печь βάζω τούβλα στο φούρνο•

    сажать снопы в овин βάζω τα δεμάτια στο στεγνωτήριο.

    7. επιφέρω, προξενώ•

    сажать пятна βάζω λεκέδες•

    сажать синяки μωλωπίζω, μελανιάζω.

    || ράβω•

    сажать пуговицы на пиджак βάζω κουμπιά στο σακκάκι.

    8. επιθέτω, εξαρτώ•

    сажать наживку на крючок βάζω δόλωμα στο αγκίστρι.

    || μπήγω• καρφώνω.
    9. βρίσκω το στόχο, σκοπεύω εύστοχα.
    10. απορρίπτω (στις εξετάσεις).
    εκφρ.
    сажать на яйца – βάζω κλώσσα•
    сажать на царство – βάζω (κάνω)• βασιλιά.
    κάθομαι• μπαίνω• τοποθετούμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. όλων των σημασιών.

    Большой русско-греческий словарь > сажать

  • 25 сомовий

    επ.
    του σίλουρου, του γουλιανού•

    сомовий лов η αλιεία του γουλιανού•

    сомовий крючок αγκίστρι για γουλιανούς.

    Большой русско-греческий словарь > сомовий

  • 26 сомовый

    επ.
    του σϊλουρου, του γουλιανού. || για γουλιανό•

    сомовый крючок αγκίστρι για γουλιανούς.

    || από γουλιανό•

    сомовый суп σούπα απο γουλιανό.

    || ουσ. πλθ. -не τα σιλουροειδή.

    Большой русско-греческий словарь > сомовый

  • 27 удильный

    επ.
    αλιευτικός•

    удильный крючок αλιευτικό αγκίστρι.

    Большой русско-греческий словарь > удильный

  • 28 удочка

    θ.
    πετον ιά (σύνεργο ψαρικής).
    εκφρ.
    поймать (поддеть, подцепить) на -у – πιάνω στο αγκίστρι (εξαπατώ, ξεγελώ, πιάνω στην παγίδα)•
    попасться (пойти, поддать(ся) на -у – πιάνομαι (πέφτω) στην παγίδα, την πατώ, τρώγω το χάπι.

    Большой русско-греческий словарь > удочка

  • 29 ужение

    ουδ.
    ψάρεμα με αγκίστρι.

    Большой русско-греческий словарь > ужение

  • 30 щучий

    -ья, -ье
    επ.
    του λούτσου• για λούτσο•

    -ья удочка αγκίστρι για λούτσο.

    Большой русско-греческий словарь > щучий

См. также в других словарях:

  • αγκίστρι — Μικρός μεταλλικός γάντζος, συνήθως από ατσάλι, που, εφοδιασμένος με δόλωμα, χρησιμοποιείται για ψάρεμα. Έχει μια ή περισσότερες ακίδες (κεντρίδες) και από το άλλο άκρο του, που μπορεί να είναι πεπλατυσμένο ή να έχει δακτύλιο, είναι δεμένο στην… …   Dictionary of Greek

  • αγκίστρι — το ιού, το γνωστό εργαλείο ψαρικής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… …   Dictionary of Greek

  • αγκιστρώνω — (AM ἀγκιστροῡμαι, όομαι) 1. συλλαμβάνω με αγκίστρι 2. τοποθετώ δόλωμα σε αγκίστρι 3. δίνω σε κάτι το σχήμα αγκίστρου, κάμπτω 4. κρεμώ κάτι από άγκιστρο, γαντζώνω νεοελλ. μσν. έλκω, αιχμαλωτίζω αρχ. 1. (για τόξα) εφοδιάζομαι με βέλη 2 (για ψάρια)… …   Dictionary of Greek

  • ξαγκιστρώνω — ξαγκίστρωσα, ξαγκιστρώθηκα, ξαγκιστρωμένος 1. απαγκιστρώνω, βγάζω από το αγκίστρι: Ξαγκίστρωσα το ψάρι κι έριξα τ αγκίστρι στη θάλασσα. 2. το μέσ., ξαγκιστρώνομαι βγαίνω από το αγκίστρι, απαγκιστρώνομαι: Πιάστηκε το ψάρι, μα ξαγκιστρώθηκε πριν το …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Angistri — Infobox Greek Isles name = Angistri native name = Αγκίστρι skyline = Beach of Skala.jpg sky caption = Skala is one of the few sand beaches on Angistri coordinates = coord|37|42|N|23|20|E chain = Saronic Islands isles = area = 13.367 highest mount …   Wikipedia

  • Agistri — Gemeinde Angistri Κοινότητα Αγκιστρίου (Αγκίστρι) DEC …   Deutsch Wikipedia

  • Angistri — Gemeinde Angistri Δήμος Αγκιστρίου (Αγκίστρι) …   Deutsch Wikipedia

  • Angistri — αγκίστρι (el) Géographie Pays …   Wikipédia en Français

  • αγκίστρωμα — το [αγκιστρώνω] 1. σύλληψη, πιάσιμο ψαριού στο αγκίστρι 2. τοποθέτηση δολώματος σε αγκίστρι 3. ανάρτηση από άγκιστρο, γάντζωμα …   Dictionary of Greek

  • αγκιστριά — η [αγκίστρι] 1. το ρίξιμο τής πετονιάς στη θάλασσα 2. τα ψάρια που πιάνονται κάθε φορά στο αγκίστρι …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»