-
1 αγένεια
-
2 ἀγένεια
-
3 αγενεια
v. l. ἀγέννεια ἥ1) низкое, незнатное происхождение Arst., Luc.2) низость, подлость(φυχῆς Arst., Plut.)
-
4 ἀγένεια
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγένεια
-
5 αγένεια
η грубость, невежливость, бестактность -
6 αγένεια
[агениа] ουσ θ невежливость, грубость. -
7 ἀγένεια
ἀ-γένεια, niedrige Herkunft; übtr. unedle Gesinnung -
8 αγένεια
impolitesse -
9 αγενείας
ἀγενείᾱς, ἀγένειαlow birth: fem acc plἀγενείᾱς, ἀγένειαlow birth: fem gen sg (attic doric aeolic) -
10 ἀγενείας
ἀγενείᾱς, ἀγένειαlow birth: fem acc plἀγενείᾱς, ἀγένειαlow birth: fem gen sg (attic doric aeolic) -
11 αγεννεια
-
12 αγεννια
-
13 ἀ-γεννία
-
14 ἀ-γέννεια
-
15 αγένειαν
-
16 ἀγένειαν
-
17 ἀγέννεια
A meanness, baseness, Arist.Virt. Vit.1251b16, Plb.30.9.1, al., Phld.Herc.1457.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγέννεια
См. также в других словарях:
ἀγένεια — low birth fem nom/voc sg ἀγένειος beardless neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγένεια — η (Α ἀγένεια) [ἀγενής] νεοελλ. έλλειψη ευγένειας, καλών τρόπων στην κοινωνική συμπεριφορά, απρέπεια αρχ. ταπεινή καταγωγή … Dictionary of Greek
αγένεια — η χυδαιότητα, προστυχιά: Μου έκανε κατάπληξη η αγένειά του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀγενείας — ἀγενείᾱς , ἀγένεια low birth fem acc pl ἀγενείᾱς , ἀγένεια low birth fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγένειαν — ἀγένεια low birth fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγέννεια — ἀγέννεια και ἀγένεια και ἀγεννία, η (Α) [ἀγενής] εξαθλίωση, αθλιότητα, ταπεινότητα … Dictionary of Greek
αγενής — ές (Α ἀγενής, ές) μσν. νεοελλ. ο μη ευγενικός, απρεπής, ανάγωγος, χυδαίος αρχ. 1. αγέννητος, αδημιούργητος 2. αυτός που κατάγεται από ταπεινή οικογένεια (αντίθ. τού ἀγαθός*) 3. άτεκνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + γένος. ΠΑΡ. αγένεια, αγενικός,… … Dictionary of Greek
αγρειοσύνη — ἀγρειοσύνη, η (Α) [ἀγρεῑος] 1. αγένεια, σκαιότητα 2. ζωή σκληρή, νομαδική … Dictionary of Greek
αδιακρισία — η (Α ἀδιακρισία) (Ν και αδιακρισιά) [ἀδιάκριτος] νεοελλ. έλλειψη διακριτικότητας, αγένεια, αναίδεια αρχ. έλλειψη διάκρισης, σύγχυση πραγμάτων … Dictionary of Greek
αμάθεια — η (Α ἀμαθία) [αμαθής] έλλειψη γνώσεων, άγνοια, απειρία, αδαημοσύνη νεοελλ. έλλειψη στοιχειωδών γραμματικών γνώσεων, αγραμματοσύνη, αμορφωσιά αρχ. 1. το να είναι κανείς αγροίκος, ακαλλιέργητος, απαίδευτος 2. αγένεια, απρέπεια 3. ιδιοτροπία,… … Dictionary of Greek
αμορφωσιά — η [αμόρφωτος] το να μην έχει κανείς τη στοιχειώδη μόρφωση, αγραμματοσύνη, αμάθεια 2. η έλλειψη και τών στοιχειωδών τρόπων ευγένειας, η αγένεια, η χοντροκοπιά … Dictionary of Greek