-
1 impoli
αγενής -
2 nezdvořilý
αγενής -
3 impolite
αγενής -
4 niegrzeczny
αγενής -
5 ordynarny
αγενής -
6 prostacki
αγενής -
7 prymitywny
αγενής -
8 kaba
αγενής, άξεστος -
9 nezaketsiz
αγενής, αδιάκριτος, απότομος -
10 невежливый
επ., βρ: -лив, -а, -оαγενής, απρεπής, ανάγωγος άξεστος, απολίτιστος.невежливый человек αγενής άνθρωπος•невежливый ответ αγενής απάντηση.
-
11 невежливый
-
12 грубый
груб||ыйприл1. χοντρός, ἀκατέργασ-ος, κακοφτιαγμένος:\грубыйая одежда τά χοντροκομμένα ροϋχα· \грубыйая пища ἡ βαρειά τροφή· \грубыйая работа ἡ χοντροδουλιά· \грубыйая лесть ἡ χοντρή κολακεία·2. (о человеке, поступке и т. п.) ἀπότομος, ἀγενής, ἀγροΐκος. ἄξεστος:\грубыйое обращение ἡ ἀγενής συμπεριφορά· \грубыйая выходка ἡ ἀναιδής (или ἡ αὐθάδης) πράξη·3. (приблизительный) χοντρικός, γενικός:· \грубый подсчет χοντρικός ὑπολογισμός'4. (неприятный для осязания, восприятия) τραχύς, χοντρός:\грубыйая кожа τό τραχύ δέρμα, ἡ τραχεία ἐπιδερμίδα· \грубый голос ἡ τραχεία φωνἤ ◊ \грубыйая ошибка τό χοντρό λάθος. -
13 нелюбезный
нелюбезныйприл ἀπροσηγορος, ψυχ· ρός, ἀπότομος / ἀγενής (невежливый):\нелюбезный ответ ἡ ἀγενής (или αὐθάδης) ἀπἀντηση. -
14 неблагородный
επ., βρ: -ден, -дна, -дно.1. αγενής•неблагородный поступок αγενής συμπεριφορά.
2. παλ μη ευγενούς καταγωγής.εκφρ.- ые металлы – αγενή μέταλλα (χαλκός, σίδερο, μόλυβδος κ. άλ). -
15 бестактный
бестактн||ыйприл ἀγενής, ἀπρεπής, ἀτοπος. -
16 грубиян
груб||иянм разг ὁ ἀγροϊκος, ὁ ἀγενής, ὁ βάναυσος. -
17 неблагородный
неблагородныйприл ἀγενής, ἀπρεπἡς, μικροπρεπής, χυδαίος:\неблагородный посту́пок ἡ ἀπρέπεια. -
18 невежливый
невежлив||ыйприл ἀγενής, ἀπρεπής:\невежливыйый ответ ἄπρεπη ἀπάντηση. -
19 невнимательностьый
невнимательность||ыйприл1. ἀφηρημένος (рассеянный)/ ἀπρόσεκτος (небрежный):\невнимательностьыйый слушатель ὁ ἀφηρημένος ἀκροατής·2. (пренебрежительный) ἀδιάφορος, ἀπρόσεκτος/ ἀγενής (невежливый):\невнимательностьыйое отношение к больному ἡ ἀδιαφορία γιά τόν ἀρρωστο· быть \невнимательностьыйым к кому-л. δέν δείχνω λεπτότητα προς κάποιον. -
20 неделикатный
неделикатн||ыйприл χωρίς λεπτούς τρόπους/ ἀδιάκριτος (нетактичный)/ ἀγενής (невежливый).
См. также в других словарях:
ἀγενής — unborn masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγενής — ές (Α ἀγενής, ές) μσν. νεοελλ. ο μη ευγενικός, απρεπής, ανάγωγος, χυδαίος αρχ. 1. αγέννητος, αδημιούργητος 2. αυτός που κατάγεται από ταπεινή οικογένεια (αντίθ. τού ἀγαθός*) 3. άτεκνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + γένος. ΠΑΡ. αγένεια, αγενικός,… … Dictionary of Greek
αγενής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, χυδαίος, πρόστυχος: Δύσκολα ανέχεται κανείς έναν αγενή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγενής αναπαραγωγή ή αγενής πολλαπλασιασμός — Πολλαπλασιασμός ζώων και φυτών που, σε αντίθεση με την εγγενή αναπαραγωγή, γίνεται χωρίς γονιμοποίηση … Dictionary of Greek
ἀγενῆ — ἀγενής unborn neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀγενής unborn masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀγενής unborn masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγενέστερον — ἀγενής unborn adverbial comp ἀγενής unborn masc acc comp sg ἀγενής unborn neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγενεστάτων — ἀγενής unborn fem gen superl pl ἀγενής unborn masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγενεστέραις — ἀγενής unborn fem dat comp pl ἀγενεστέρᾱͅς , ἀγενής unborn fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγενεστέρων — ἀγενής unborn fem gen comp pl ἀγενής unborn masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγενεῖ — ἀγενής unborn masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἀγενής unborn masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγενεῖς — ἀγενής unborn masc/fem acc pl ἀγενής unborn masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)