-
1 dojmout
αγγίζω -
2 hmat
αγγίζω -
3 dotknięcie
αγγίζω -
4 dotyk
αγγίζω -
5 dotykać
αγγίζω -
6 tykać
αγγίζω -
7 прикасаться
αγγίζω, άπτομαι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > прикасаться
-
8 притронуться
αγγίζω, ψαύω, ψηλαφίζω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > притронуться
-
9 дотрагиваться
-
10 задеть
-
11 затронуть
затронуть прям., перен. αγγίζω πειράζω, θίγω \затронуть вопрос θίγω το ζήτημα* * *прям., перен.αγγίζω; πειράζω, θίγωзатро́нуть вопро́с — θίγω το ζήτημα
-
12 тронуть
тронуть 1) αγγίζω, πειράζω, θίγω 2) (взволновать ) συγκινώ* * *1) αγγίζω, πειράζω, θίγω2) ( взволновать) συγκινώ -
13 доставать
доста||ва́тьнесов1. (до чего-α.) φτάνω, ἀγγίζω, πιάνω:\доставать до потолка φτάνω ὡς τό ταβάνι· \доставать до дна ἀγγίζω τόν πάτο·2. (вынимать) βγάζω, παίρνω:\доставать из портфе́ля βγάζω ἀπό τό χαρτοφύλακα·3. (приобретать, добывать) βρίσκω, προμηθεύομαι, πορίζομαι:\доставать материа́л для постройки προμηθεύομαι ὑλικά γιά τό χτίσιμο· \доставать билет в театр βρίσκω είσιτήριο γιά τό θέατρο·4. безл (быть достаточным) φτάνει, ἐπαρκεί:не \доставать δέν φτάνει, δέν ἐπαρκεί· \доставатьваться1. (выпадать на долю) τυχαίνω, λαχαίνω·2. безл разг:ему́ часто \доставатьется от матери τίς ἀρπάζει συχνά ἀπό τή μητέρα του, τρώει συχνά κατσάδα ἀπό τή μητέρα του. -
14 задевать
задевать Iнесов1. (касаться) ἀγγίζω, ἀκουμπώ κάτι κάποιον, θίγω, ἀγγίζω·2. перен (затрагивать) θίγω, προσβάλλω:\задевать самолюбие θίγω κάποιον στό φιλότιμο· \задевать чьи́-л. интересы θίγω τά συμφέροντα κάποιου· \задевать кого-л. πειράζω πολύ, συγκινώ βαθειά.задевать IIсов разг χώνω, βάζω (засунуть)! βάζω, ξεχνώ ποῦ τό βάζω κάτι (затерять). -
15 потрогать
потрогатьсое. ἀγγίζω, θίγω ἐλαφρώς:\потрогать пальцем ἀγγίζω μέ τό δάκτυλο. -
16 прикасаться
прикасатьсянесов ἀγγίζω, θίγω / ἀγγίζω ἐλαφρά (слегка). -
17 соприкасаться
соприкасатьсянесов 1.. (с чем-л.) γειτονεύω, γειτνιάζω, συνορεύω/ εἶμαι κολλητά (бить смежным)·2. перен ἔχω σχέσεις, συνεπικοινωνῶ·3. (касаться, дотрагиваться) ἄπτομαι, ἀγγίζω, ἐγγίζω, θίγω:\соприкасаться локтями ἀγγίζω μέ τόν ἀγκώνα -
18 touch
1. verb1) (to be in, come into, or make, contact with something else: Their shoulders touched; He touched the water with his foot.) αγγίζω2) (to feel (lightly) with the hand: He touched her cheek.) αγγίζω3) (to affect the feelings of; to make (someone) feel pity, sympathy etc: I was touched by her generosity.) συγκινώ4) (to be concerned with; to have anything to do with: I wouldn't touch a job like that.) έχω σχέση με2. noun1) (an act or sensation of touching: I felt a touch on my shoulder.) άγγιγμα2) ((often with the) one of the five senses, the sense by which we feel things: the sense of touch; The stone felt cold to the touch.) αφή3) (a mark or stroke etc to improve the appearance of something: The painting still needs a few finishing touches.) πινελιά4) (skill or style: He hasn't lost his touch as a writer.) επιδεξιότητα, τεχνική, ύφος5) ((in football) the ground outside the edges of the pitch (which are marked out with touchlines): He kicked the ball into touch.) πλαϊνό (στο ποδόσφαιρο)•- touching- touchingly
- touchy
- touchily
- touchiness
- touch screen
- in touch with
- in touch
- lose touch with
- lose touch
- out of touch with
- out of touch
- a touch
- touch down
- touch off
- touch up
- touch wood -
19 соприкасаться
1. (взаимно касаться) εφάπτομαι, αγγίζω 2. (иметь смежные границы) συνορεύω 3. (иметь отношение, быть связанным с чем-л.) συνδέομαι, συσχετίζομαι 4. (вступать в какие-л. отношения, иметь дело с кем-л.) επικοινωνώ, συναντιέμαιРусско-греческий словарь научных и технических терминов > соприкасаться
-
20 трогать
1. (дотрагиваться, прикасаться) αγγίζω, άπτομαι 2. (начинать движение) ξεκινώ, εκκινώ.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > трогать
См. также в других словарях:
αγγίζω — αγγίζω, άγγιξα βλ. πίν. 23 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αγγίζω — 1. επιθέτω, ακουμπώ απαλά τα δάχτυλά μου κάπου, ψαύω 2. θίγω, πειράζω, ενοχλώ 3. συγκινώ 4. προσεγγίζω, πλησιάζω 5. ακουμπώ, άπτομαι 6. ψηλαφώ, εξετάζω 7. δοκιμάζω, γεύομαι 8. μέσ. θυμώνω, ενοχλούμαι, πειράζομαι 9. παθ. προσβάλλομαι από σοβαρή… … Dictionary of Greek
ακραγγίζω — αγγίζω ελαφρά, απαλά, μόλις αγγίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο (ΙΙ) + αγγίζω] … Dictionary of Greek
αγγιάζω — [αγγίζω] 1. αγγίζω 2. ενοχλώ, προσβάλλω, θίγω … Dictionary of Greek
ακροθιγγάνω — ἀκροθιγγάνω (Μ) αγγίζω με την άκρη τού δαχτύλου, μόλις αγγίζω, αγγίζω ελαφρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (ΙΙ) + θιγγάνω] … Dictionary of Greek
επιχράω — (I) ἐπιχράω (Α) αγγίζω την επιφάνεια, αγγίζω ελαφρά («τυτθόν ἐπέχραε δέρμα»). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. επιχράω (II). Η σημ. «αγγίζω ελαφρά» απαντά στους μεταγενέστερους ποιητές]. (II) ἐπιχράω (Α) 1. επιτίθεμαι, εφορμώ («ὡς δὲ λύκοι ἄρνεσσιν ἐπέχραον ἢ… … Dictionary of Greek
καταγγίζω — (AM) μσν. παραγεμίζω αρχ. χύνω μέσα στο αγγείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + αγγίζω (< ἄγγος «αγγείο»), πρβλ. εξ αγγίζω, μετ αγγίζω] … Dictionary of Greek
λίσσομαι — (Α) παρακαλώ θερμά και επίμονα, ικετεύω (α. «λισσομένη προσέειπε Δία», Ομ. Ιλ. β. «καί μιν ὑπὲρ πατρὸς καὶ μητέρος ἠυκόμοιο λίσσεο καὶ τέκεος», Ομ. Ιλ. γ. «ταῡτα μὲν οὐχ ὑμέας ἔτι λίσσομαι», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λίσσομαι < *λιτ yο μαι (πρβλ … Dictionary of Greek
χραύω — ΜΑ (ποιητ. τ.) 1. αγγίζω ελαφρά 2. τραυματίζω ελαφρά. [ΕΤΥΜΟΛ. Δυσερμήνευτος ρηματ. τ., ο οποίος απαντά μόνο σύνθ. (πρβλ. πρτ. ἐν έχρανε), καθώς και σε ορισμένους τ. μτχ. (πρβλ. χραυόμενον / χραυζόμενον) και αορ. (πρβλ. τους τ. τού Ησύχ. ἔχραυσεν … Dictionary of Greek
ψαύω — ΝΑ αγγίζω κάτι ελαφρά, ψηλαφώ με τις άκρες τών δαχτύλων αρχ. 1. (γενικά) αγγίζω κάτι («χεροῑν καλλιρρόου ἔψαυσα πηγῆς», Αισχύλ.) 2. φθάνω σε κάτι, κερδίζω («ψαύω ὕμνων», Πίνδ.) 3. αγγίζω κάτι με εχθρική διάθεση 4. μτφ. α) θίγω ένα θέμα χωρίς να… … Dictionary of Greek
άπτω — (νεοελλ. άφτω) ἅπτω (AM), άπτομαι (AM ἅπτομαι) ( ω) ανάβω κάτι νεοελλ. 1. ανάβω, καίγομαι 2. ανάβω, εξάπτομαι αρχ. 1. φρ. «χορὸν ἅψωμεν» ας αρχίσουμε τον χορό 2. προσαρμόζω (νέα χορδή στη λύρα) ( ομαι) νεοελλ. 1. έχω κάποια σχέση, πλησιάζω 2. φρ … Dictionary of Greek