-
1 αγαπός
ο, αγαπώ η фольк. любим|ый, -ая, возлюбленной, -ая -
2 αγαπώς
ο см. αγαπός
См. также в других словарях:
αγαπός — ο βλ. αγαπώς … Dictionary of Greek
αγαπώς — και ός, ο, ώ, η αγαπημένος, εραστής. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τύπος δημιουργήθηκε από ιδιάζουσα σύνταξη τού ρ. αγαπώ με την αιτ. τού άρθρου που είχε αναφορική σημασία. Η σύνταξη αυτή απαντά ήδη από τον 15ο αιώνα σε δημοτικά τραγούδια, π. χ. «τον αγαπώ (= αυτόν … Dictionary of Greek