Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

αγαπητός

  • 1 милый

    ми́л||ый
    1. прил χαριτωμένος, ἀγαπητός / εὐγενικός (любезный)! εὐχάριστος (приятный):
    \милый друг ὁ ἀγαπητός φίλος· \милыйая улыбка τό χαριτωμένο χαμόγελο·
    2. прил (дорогой, любимый) ἀγαπητός·
    3. м (возлюбленный) ὁ κάλος, ὁ ἀγαπημένος.

    Русско-новогреческий словарь > милый

  • 2 любимый

    επ. από μτχ.
    1. αγαπητός, αγαπητε-ρός•

    любимый человек αγαπητός άνθρωπος.

    2. ουσ. -
    -ая αγαπητός• αγαπημένος, -η, ερωμένος, -η
    4. προτιμότερος, προτιμητέος•

    -ое блюдо το αγαπητό φαγητό•

    -ые мои песни τα αγαπημένα μου τραγούδια.

    Большой русско-греческий словарь > любимый

  • 3 дорогой

    дорогой 1) (ценный) ακριβός, πολύτιμος 2) (уважаемый) αγαπητός \дорогой друг! (при об ращении) αγαπητέ φίλε!
    * * *
    1) ( ценный) ακριβός, πολύτιμος
    2) ( уважаемый) αγαπητός

    Русско-греческий словарь > дорогой

  • 4 любимый

    любимый αγαπητός, αγαπημένος
    * * *
    αγαπητός, αγαπημένος

    Русско-греческий словарь > любимый

  • 5 желанный

    желан||ный
    прил
    1. ποθητός, ἐπιθυμητός, εὐπρόσδεκτος:
    \желанныйный гость ὁ εὐπρόσδεκτος ξένος·
    2. (милый) ποθητός, ἀγαπητός:
    \желанныйный друг ὁ ποθητός φίλος, ὁ ἀγαπητός φίλος.

    Русско-новогреческий словарь > желанный

  • 6 dear

    [diə] 1. adjective
    1) (high in price: Cabbages are very dear this week.) ακριβός
    2) (very lovable: He is such a dear little boy.) αξιαγάπητος
    3) ((with to) much loved: She is very dear to me.) αγαπητός
    4) (used as a polite way of addressing someone, especially in a letter: Dear Sir.) αγαπητέ,αξιότιμε
    2. noun
    1) (a person who is lovable or charming: He is such a dear!) αξιαγάπητο άτομο
    2) (a person who is loved or liked (especially used to address someone): Come in, dear.) αγαπητός,αγαπητέ
    - dear
    - dear! / oh dear!

    English-Greek dictionary > dear

  • 7 желанный

    επ., βρ: -ланен, -ланна, -ланно.
    1. ποθητός, επιθυμητός, βουλητός. || ευπρόσδεκτος, καλωσόριστός•

    желанный гость καλωσόρ ιστός’ μουσαφίρης.

    2. αγαπητός, προσφιλής. || ως ουσ. ο αγαπητός.

    Большой русско-греческий словарь > желанный

  • 8 дорогой

    дорог||о́й I
    прил
    1. (о цене) ἀκριβός, πολύτιμος·
    2. (милый) προσφιλής, ἀγαπητός, ἀκριβός:
    \дорогой друг! ἀγαπητέ φίλε!, ἀκριβέ μου φίλε!· ◊ нам \дорогойа каждая минута κάθε λεπτό μᾶς εἶναι πολύτιμο.
    дорогой II
    нареч στό δρόμο, καθ' ὀδόν, στή διάρκεια τής πορείας:
    поговорим \дорогой θά μιλήσουμε πηγαίνοντας, θά τά πούμε στό δρόμο.

    Русско-новогреческий словарь > дорогой

  • 9 излюбленный

    излюбленн||ый
    прил ἀγαπημένος, ἀγαπητός, ὁ συνηθισμένος:
    \излюбленныйое место τό ἀγαπημένο μέρος· \излюбленный прием τό ἀγαπημένο τέχνασμα

    Русско-новогреческий словарь > излюбленный

  • 10 любезный

    любезный
    прил
    1. εὐγενικός, φιλοφρων, περιποιητικός·
    2. (в обращении) уст. ἀγαπητός, ἀκριβός:
    \любезныйый читатель ἀγαπητέ ἀναγνώστη· \любезныйый друг ἀγαπητέ φίλε· ◊ будьте любезны! εὐαρεστηθήτε, Εχετε τήν καλωσύνη!

    Русско-новогреческий словарь > любезный

  • 11 любимец

    люби́м||ец
    м ὁ ἀγαπημένος, ὁ εὐνοούμενος, ὁ ἀγαπητός, τό Ινδαλμα.

    Русско-новогреческий словарь > любимец

  • 12 любимчик

    люби́м||чик
    м ὁ εὐνοούμενος, ὁ ἀγαπητός, ὁ ἀγαπημένος, ὁ παραχαϊδεμένος.

    Русско-новогреческий словарь > любимчик

  • 13 любимый

    люби́м||ый
    1. прич.от любить·
    2. прил ἀγαπητός, πολυαγάπη-τος, προσφιλής·
    3. прил (излюбленный) ἀγαπημένος.

    Русско-новогреческий словарь > любимый

  • 14 любящий

    любящий
    1. прич. от любить·
    2. прил φιλόστοργος, στοργικός, προσφιλής, ἀγαπητός:
    \любящий взгляд βλέμμα γεμάτο ἀγάπη· \любящий Вас (в письмах) μέ ἀγάπη.

    Русско-новогреческий словарь > любящий

  • 15 нелюбимый

    нелюбимый
    прил ἀντιπαθής, ἀπρο-σφιλής, ὄχι ἀγαπητός.

    Русско-новогреческий словарь > нелюбимый

  • 16 popular

    ['popjulə]
    1) (liked by most people: a popular holiday resort; a popular person; She is very popular with children.) δημοφιλής,αγαπητός
    2) (believed by most people: a popular theory.) διαδεδομένος
    3) (of the people in general: popular rejoicing.) λαϊκός
    4) (easily read, understood etc by most people: a popular history of Britain.) εκλαϊκευμένος
    - popularity
    - popularize
    - popularise

    English-Greek dictionary > popular

  • 17 возлюбленный

    επ. από μτχ.
    πολυαγαπημένος, λατρευτός• αγαπητός.

    Большой русско-греческий словарь > возлюбленный

  • 18 дорогой

    επίρ.
    καθ' οδόν, στο δρόμο, ταξιδεύοντας•

    дорогой у нас украли чемодан στο δρόμο μας έκλεψαν τη βαλίτσα.

    επ., βρ: дорог, -га, дорого; дороже.
    1. ακριβός, πολύτιμος•

    дорогой мех ακριβή γούνα•

    ваш совет мне -дорог η συμβουλή σας μου είναι πολύτιμη•

    каждая минута -га κάθε λεπτό είναι πολύτιμο.

    2. προσφιλής, αγαπητός•

    мой дорогой друг αγαπητέ μου φίλε.

    εκφρ.
    - гой ценой – ακριβά•
    заплатить -гой ценой – πληρώνω ακριβά.

    Большой русско-греческий словарь > дорогой

  • 19 заветный

    επ.
    1. ιερός, πολύτιμος. || ακριβός, προσφιλής, αγαπητός.
    2. παλ. κληρονομικός.
    3. μύχιος, ενδόμυχος• μυστικός• κρυφός•

    -ое желание μύχιος πόθος, κρυφός καημός. Η παλ. απαγορευμένος.

    Большой русско-греческий словарь > заветный

  • 20 золотой

    επ.
    1. χρυσός• χρυσαφένιος• μαλαματένιος•

    золотой песок χρυσοφόρος άμμος ή χρυσί-τιδα γη•

    золотой перстень χρυσό δαχτυλίδι.

    || χρυσαφής•

    -ые кудры χρυσόξανθες μπούκλες•

    -ая рыба το χρυσόψαρο•

    золотой жук ο χρυσοκάνθαρος.

    2. μτφ. θαυμάσιος, υπέροχος, λαμπρός•

    -ые слова χρυσά λόγια•

    золотой характер μάλαμα-χαρα-κτήρας•

    золотой человек μάλαμα-άνθρωπος.

    3. Μτφ. ευτυχής, ευτυχισμένος.
    4. μτφ. αγαπητός, προσφιλής, ακριβός•

    золотой мальчик χρυσό μου παιδάκι•

    -ая моя χρυσή μου.

    εκφρ.
    золотой век – χρυσός αιώνας (εποχή ακμής των επιστημών και των Καλών Τεχνών)•
    - ая осень – το χρυσό φθινόπωρο (από το κιτρίνισμα των φύλλων)•
    - ая молоджьειρν. η μαμμόθρεπτη νεολαία (ευγενών, αστών)•
    - ая ротаπαλ. τάγμα ξυπόλυτων ή ξεβράκωτων (οι αλήτες)- -ые руки τα χρυσά (προκομμένα) χέρια•
    - ая свадьба – χρυσοί γάμοι•
    - ое сечение – χρυσός αριθμός ή χρυσή τομή•
    золотой стандарт – χρυσός κανόνας•
    золотой фонт – χρυσό απόθεμα (εφεδρεία ύψιστης σημασίας)•
    - ое время – ο πολύτιμος χρόνος•
    сулить ή обещать -ые горы – τάζω λαγούς με πετραχήλια•
    - ых дел мастер – ο χρυσοχόος.

    Большой русско-греческий словарь > золотой

См. также в других словарях:

  • Ἀγαπητός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγαπητός — that wherewith one must be content masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγαπητός — (agapetes).Γένος θάμνων των Ιμαλαΐων και της Αυστραλίας. Ανήκει στην οικογένεια των ερεικιδών. Τα είδη του γένους αυτού ευδοκιμούν κυρίως σε δασικές εκτάσεις με πλούσιο χούμο, σε υψόμετρο 1.000 έως 2.000 μ. Τα φύλλα τους είναι οδοντωτά με μικρό… …   Dictionary of Greek

  • αγαπητός — ή, ό άξιος για αγάπη, προσφιλής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀγαπητά — ἀγαπητός that wherewith one must be content neut nom/voc/acc pl ἀγαπητά̱ , ἀγαπητός that wherewith one must be content fem nom/voc/acc dual ἀγαπητά̱ , ἀγαπητός that wherewith one must be content fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγαπητῶν — ἀγαπητός that wherewith one must be content fem gen pl ἀγαπητός that wherewith one must be content masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγαπητόν — ἀγαπητός that wherewith one must be content masc acc sg ἀγαπητός that wherewith one must be content neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγαπητότατον — ἀγαπητός that wherewith one must be content masc acc superl sg ἀγαπητός that wherewith one must be content neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κανακάρης, -ισσα, -ικο — αγαπητός, χαϊδεμένος, μοναχογιός: Τον έχουν κανακάρη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀγαπηταῖς — ἀγαπητός that wherewith one must be content fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγαπηταί — ἀγαπητός that wherewith one must be content fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»