-
1 безвредный
-
2 строп
-а α.1. σχοινί, τριχιά• συρματόσχοινο.2. θηλιά (λαβής, σύλληψης). -
3 черенковый
επ.1. της λαβής• του στειλιαριού.2. εμβολιασμένος με κλαδάκι.
См. также в других словарях:
Λάβης — nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαβῆς — λαβή fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαβῇς — λάπτω Epic. Alex.Adesp. aor subj pass 2nd sg λαβή fem dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάβης — λάπτω Epic. Alex.Adesp. aor ind pass 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάβῃς — λαμβάνω a aor subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λάβητα — Λάβης neut nom/voc/acc pl Λάβης masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάβηις — λάβῃς , λαμβάνω a aor subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λάβησι — Λάβης dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λάβησιν — Λάβης dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λάβητε — Λάβης nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λάβητι — Λάβης dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)