-
1 αβυθομέτρητος
η, ο [ος, ον ]1) непромеренный (о глубине моря и т.п.); 2) не могущий быть промеренным -
2 άβυθος
η, ο [ος, ον ]1) бездонный; 2) см. αβυθομέτρητος
См. также в других словарях:
αβυθομέτρητος — η, ο εκείνος που το βάθος του δε μετρήθηκε: Η θάλασσα σε πολλά σημεία ήταν αβυθομέτρητη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αβόλιστος — η, ο [βολίζω] αβολιδοσκόπητος, αβυθομέτρητος … Dictionary of Greek