-
1 αβασανιστος
21) неисследованный, неиспытанный(ἀβασάνιστον παραλείπειν τι Plut.)
2) не подвергаемый пыткам, т.е. неприкосновенный(τὸ σῶμα τοῦ ἱερέως Plut.)
-
2 αβασάνιστος
η, ο [ος, ον ]1) непроверенный; непродуманный, поверхностный;αβασάνιστοςη γνώμη (κρίση) — непродуманное, поверхностное мнение (суждение);
2) не страдавший, не испытавший страданий -
3 αβασάνιστος
[авасанистос] επ не чувствующий не ловкости, стеснения. -
4 αταλαιπώρητος
η, ο [ος, ον ]1) не бедствовавший, не испытавший тяжёлых лишений; счастливый, благополучный; 2) см. αβασάνιστος
См. также в других словарях:
ἀβασάνιστος — not tortured masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αβασάνιστος — η, ο (Α ἀβασάνιστος, ον) [βασανίζω] 1. αυτός που δεν υποβλήθηκε σε έλεγχο, σε δοκιμασία, ανεξέλεγκτος, ανερεύνητος, αδοκίμαστος, ανεξέταστος 2. αυτός που δεν έχει υποστεί βάσανα (ταλαιπωρίες, στενοχώριες κ.λπ.), ο αταλαιπώρητος (στα αρχ. το επίρρ … Dictionary of Greek
αβασάνιστος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δε δοκίμασε στη ζωή του βάσανα, αταλαιπώρητος: Είχε πάντα μεγάλη αισιοδοξία, ίσως επειδή ήταν αβασάνιστος. 2. αυτός που δεν υποβλήθηκε σε έλεγχο, εξέταση: Δεχόταν σχεδόν το καθετί αβασάνιστα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀβασανίστως — ἀβασάνιστος not tortured adverbial ἀβασάνιστος not tortured masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀβασάνιστον — ἀβασάνιστος not tortured masc/fem acc sg ἀβασάνιστος not tortured neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀβασανίστοις — ἀβασάνιστος not tortured masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀβασανίστου — ἀβασάνιστος not tortured masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀβασανίστους — ἀβασάνιστος not tortured masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀβασανίστων — ἀβασάνιστος not tortured masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀβασανίστῳ — ἀβασάνιστος not tortured masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀβασάνιστα — ἀβασάνιστος not tortured neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)