-
1 ненадёжный
-
2 неуверенный
неуверенный αβέβαιος· αναποφάσιστος, διστακτικός (нерешительный)* * *αβέβαιος; αναποφάσιστος, διστακτικός ( нерешительный) -
3 ненадёжность
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ненадёжность
-
4 ненадежный
ненадежн||ыйприл1. ἐπισφαλής, ἀκ-ροσφαλής, ἐΰθραυστος / ἄστατος, ἀσταθής (неустои́чивый)/ ἀβέβαιος, ἀμφίβολος (сомнительный):\ненадежныйая память τό κακό μνημονικό·2. (о человеке) ἀναξιόπιστος. -
5 непостоянный
непостоян||ныйприл ἀσταθής, ἀστατος, ἀβέβαιος, εὐμετάβολος:\непостоянный характер ὁ ἀστατος (или ἀσταθής) χαρακτήρας· \непостоянныйная погода ὁ εὐμετάβολος (или ἀστατος) καιρός. -
6 непрочный
непрочныйприл1. σαθρός, ἐτοιμόρροπος, μή στερεός·2. перен ἀκροσφάλής, ἀβέβαιος, ἀσταθής. -
7 неуверенностьый
неуверенность||ыйприл ἀβέβαιος / ἐν-δοιαστικός, διστακτικός (нерешительный):отвечать \неуверенностьыйым голосом ἀπαντῶ μέ διστακτική φωνή· \неуверенностьыйая походка τό ἀσταθές βάδισμα· \неуверенностьыйый ответ ἡ διστακτική ἀπάντηση· \неуверенностьыйый в себе αὐτός, πού δέν ἔχει ἐμπιστοσύνη στίς δυνάμεις του. -
8 неустоичивый
неустои́чив||ыйприл1. ἀστατος, ἀσταθής, εὐμετάβολος:\неустоичивыйое равновесие фаз. ἡ ἀσταθής ισορροπία·2. перен ἀσταθής, ἄστατος, ἀβέβαιος, ἐπιπόλαιος / εὐμετάβολος (изменчивый):\неустоичивыйая погода ὁ ἄστατος καιρός. -
9 проблематичный
проблем||атичныйприл προβληματικός, προ-βληματώδης/ ἀμφίβολος, ἀβέβαιος (сомнительный). -
10 сомнительный
сомни́тельн||ыйприл1. ἀμφίβολος, ἀβέβαιος (недостоверный)/ προβληματικός (проблематичный)·2. (подозрительный) ὕποπτος, ἀμφίβολος, ἀναξιόπιστος:\сомнительныйая репутация ἡ ἀμφίβολη ὑπόληψη· иметь дело с \сомнительныйыми людьми́ ἔχω σχέσεις μέ ὑποπτα πρόσωπα·3. (двусмысленный) διφορούμενος, ἀμφίβολος:\сомнительный комплимент ἡ διφορούμενη φιλοφρόνηση· платок \сомнительныйой чистоты μαντήλι ἀμφιβόλου καθαριότητος. -
11 doubtful
1) (feeling doubt; uncertain what to think, expect etc: He is doubtful about the future of the school.) αβέβαιος2) (able to be doubted; not clear: The outcome is doubtful; a doubtful result.) αμφίβολος3) (uncertain but rather unlikely, unhopeful etc: It is doubtful whether this will work; a doubtful improvement.) αμφισβητήσιμος4) (suspicious: He's rather a doubtful character.) ύποπτος -
12 dubious
['dju:biəs]1) (doubtful: I am dubious about the wisdom of this action.) αβέβαιος2) (probably not honest: dubious behaviour.) ύποπτος•- dubiety- dubiousness -
13 hazy
1) (misty: a hazy view of the mountains.) ομιχλώδης2) (not clear or certain: a hazy idea; I'm a bit hazy about what happened.) ασαφής,αβέβαιος -
14 in doubt
(uncertain: The result of the dispute is still in doubt.) αβέβαιος -
15 uncertain
1) ((of a person) not sure; not definitely knowing: I'm uncertain of my future plans; The government is uncertain what is the best thing to do.) αβέβαιος2) (not definitely known or settled: My plans are still uncertain; The uncertain weather delayed our departure.) ακαθόριστος/ άστατος• -
16 ненадежный
[νιναντιόζνυϊ] εκ. επισφαλής, αβέβαιος, αμφίβολος -
17 непостоянный
[νυτασταγιάννυΤ] εκ. ασταθής, αβέβαιος -
18 неуверенный
[νιουβιέριννυϊ] επ. αβέβαιος -
19 ненадежный
[νιναντιόζνυϊ] επ επισφαλής, αβέβαιος, αμφίβολος -
20 непостоянный
[νυτασταγιάννυΤ] επ ασταθής, αβέβαιος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀβέβαιος — unreliable masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αβέβαιος — αία και αιη, ο (Α ἀβέβαιος, ον) [βέβαιος] 1. άστατος, ασταθής, ευμετάβλητος 2. ασαφής, άδηλος, ακαθόριστος 3. το ουδ. ως ουσ. το αβέβαιο(ν) η αβεβαιότητα*. νεοελλ. αυτός που δεν είναι βέβαιος, σίγουρος για κάτι … Dictionary of Greek
αβέβαιος — η, ο ακαθόριστος, άστατος: Αυτά που ελπίζεις είναι πράγματα αβέβαια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀβεβαιότερον — ἀβέβαιος unreliable adverbial comp ἀβέβαιος unreliable masc acc comp sg ἀβέβαιος unreliable neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀβεβαιοτάτων — ἀβέβαιος unreliable fem gen superl pl ἀβέβαιος unreliable masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀβεβαιοτέρων — ἀβέβαιος unreliable fem gen comp pl ἀβέβαιος unreliable masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀβεβαιότατα — ἀβέβαιος unreliable adverbial superl ἀβέβαιος unreliable neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀβεβαιότατον — ἀβέβαιος unreliable masc acc superl sg ἀβέβαιος unreliable neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀβεβαίως — ἀβέβαιος unreliable adverbial ἀβέβαιος unreliable masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀβέβαιον — ἀβέβαιος unreliable masc/fem acc sg ἀβέβαιος unreliable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀβεβαιοτάτῳ — ἀβέβαιος unreliable masc/neut dat superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)