-
1 невыносимый
-
2 нестерпимый
-
3 невыносимый
επ., βρ: -сим, -а, -оανυπόφορος, ανυπόφερτος, αφόρητος, αβάσταχτος, δυσβάσταχτος•-ая боль αβάσταχτος πόνος.
-
4 каторжный
каторжн||ыйприл1. τοῦ κάτεργου:\каторжныйые работы τά καταναγκαστικά ἐργα·2. перен ἀφόρητος, ἀβάσταχτος. -
5 непосильный
[νιπασίλ'νυΐ] εκ. αβάσταχτος -
6 непосильный
[νιπασίλ'νυϊ] επ αβάσταχτος -
7 вопиющий
επ.που κραυγάζει, φωνάζει• που προκαλεί μεγάλη αγανάχτηση• ανυπόφορος, -φερτός, αβάσταχτος• κατάφωρος, ολοφάνερος• απαράδεχτος•-ие ощибки απαράδεχτα λάθη (που προκαλούν αγανάχτηση)•
-ая несправедливость κατάφωρη αδικία (που προκαλεί αγανάχτηση)•
-ая бедность αβάσταχτη φτώχεια•
-ее противоречие ολοφάνερη αντίθεση•
-ие безобразия αίσχη που προκαλούν αγανάχτηση (απαράδεχτα).
-
8 каторжный
επ.1. καταναγκαστικός, των κατ έργων•-ые работы καταναγκαστικά έργα.
2. μτφ. βαρύς, αβάσταχτος, ανυπόφορος, τυραννικός•каторжный труд βάναυση δουλειά.
3. ως ουσ. α. к.е.-ая παλ. βλ. каторжанин-ка. -
9 невозможный
επ., βρ: -жен, -жна, -жно.1. αδύνατος• ακατόρθωτος, ανεπίτευκτος, ανέφικτος, απραγματοποίητος•зто вещь -ая αυτό είναι ένα πράγμα αδύνατο•
совершенно -ое д-ло τελείως απραγματοποίητη υπόθεση.
ουσ. -о, 6. ουδ. το αδύνατο•и -ое возможно και το αδύνατο είναι δυνατό•
нет ничего -ого δεν υπάρχει, τίποτε το αδύνατο (που δεν μπορείνα γίνει).
2. ανυπόφορος, αφόρητος•-ая боль αβάσταχτος πόνος•
-ая жара αφόρητη ζέστη•
-характер ανυπόφορος χαρακτήρας.
|| πολύ μεγάλος πλήρης•невозможный беспорядок вещей μεγάλη αταξία πραγμάτων.
3. ανεπίτρεπτος, απαράδεχτος•-ая халитность απαράδεχτη χαλαρότητα.
-
10 непереносимый
επ., βρ: -сим, -а, -оανυπόφορος αφόρητος•-ая боль αβάσταχτος πόνος.
-
11 несносный
επ., βρ: -сен, -сна, -сноαφόρητος, ανυπόφορος, -φερτός, αβάσταχτος, διαβολεμένος•-ая боль ανυπόφορος πόνος•
несносный человек ανυπόφερτος άνθρωπος•
-ая жара αφόρητη ζέστη.
См. также в других словарях:
αβάσταχτος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν μπορεί να βαστάξει κανείς, πολύ βαρύς: Το φορτίο αυτό ήταν αβάσταχτο για τους ώμους του. 2. ανυπόφορος: Οι πόνοι ήταν αβάσταχτοι. 3. ασυγκράτητος: Αβάσταχτος πια χύθηκε στη μάχη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αβίωτος — η, ο (Α αβίωτος, ον) [βιῶ] αφόρητος, αβάσταχτος, δυστυχής (ως επίθετο τού βίος) … Dictionary of Greek
αβασταξιά — και αβασταγιά, η το να μη μπορεί κανείς να περιμένει, έλλειψη υπομονής, ανυπομονησία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αβάσταχτος ο β τ. < αβάσταγος] … Dictionary of Greek
αγιάτρευτος — η, ο [γιατρεύω] 1. αυτός που δεν γιατρεύτηκε ακόμα ή που δεν είναι δυνατόν να γιατρευτεί, ο αθεράπευτος 2. ανυπόφορος, αβάσταχτος … Dictionary of Greek
ανταγιάντιστος — η, ο ανυπόφορος, αβάσταχτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νταγιαντίζω «υπομένω, υποφέρω, βαστώ»] … Dictionary of Greek
ανυπόφορος — η, ο (Μ ἀνυπόφορος, ον) αφόρητος, αβάσταχτος … Dictionary of Greek
ανύποιστος — ἀνύποιστος, ον (Α) αφόρητος, ανυπόφορος, αβάσταχτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + υποιστός (< υποφέρω) «υποφερτός, ανεκτός»] … Dictionary of Greek
αφόρητος — η, ο (AM ἀφόρητος, ον) ανυπόφορος, αβάσταχτος αρχ. 1. ακαταμάχητος 2. αφόρετος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + φορητός < φορώ ( έω) < φέρω] … Dictionary of Greek
δυσαχθής — δυσαχθής, ές (AM) επαχθής, αβάσταχτος … Dictionary of Greek
δυσβάστακτος — και δυσβάσταχτος, η, ο (AM δυσβάστακτος, ον) 1. αυτός που δύσκολα βαστάζεται εξαιτίας τού βάρους του («φορτία δυσβάστακτα») 2. αφόρητος, καταθλιπτικός, αβάσταχτος («φόροι δυσβάστακτοι») … Dictionary of Greek
ανυπόφορος — ανυπόφορος, η, ο και ανυπόφερτος, η, ο επίρρ. α εκείνος τον οποίο δεν μπορεί κανείς να υποφέρει, να βαστάξει, αβάσταχτος: Τις τελευταίες μέρες η ζέστη έχει γίνει ανυπόφορη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)