-
1 внезапный
внезапный ξαφνικός, αιφνίδιος αναπάντεχος (неожиданный)* * *ξαφνικός, αιφνίδιος; αναπάντεχος ( неожиданный) -
2 внезапный
внезапн||ыйприл ξαφνικός, ἀναπάντεχος, αἰφνίδιος:\внезапныйая смерть ὁ αίφνίδιος (или ξαφνικός) θάνατος· \внезапныйое нападение ἡ αίφνι-διαστική ἐπίθεση. -
3 внезапный
επ., βρ: -пен, -пна, -пноαιφνίδιος, αιφνιδιαστικός, ξαφνικός, άξαφνος, έξαφνος•внезапный шум ξαφνικός θόρυβος• — отъезд ξαφνική αναχώρηση•
-ая смерть αιφνίδιος θάνατος.
-
4 налёт
-а α.1. εισόρμηση, επίθεση από τον αέρα. || επέλευση.2. επιδρομή•налёт авиации επιδρομή αεροπορίας.
|| βομβαρδισμός αιφνίδιος•артиллерийский налёт αιφνίδιος βομβαρδισμός πυροβολικού•
огневой налёт αιφνίδια πυρά.
3. αιφνίδια εισβολή, επιδρομή (ιδίως ιππικού). || ληστρική επιδρομή.4. λεπτό στρώμα (σκόνης κ.τ.τ.), κατακάθι, πάτινα. || ένδειξη, σημείο, σημάδι.5. (ιατρ.) επίχρησμα, ψευδο-μεμβράνα.εκφρ.с -ом (налету) – α) με όλη την ταχύτητα, β) μτφ. στα πεταχτά, πολύ γρήγορα, αμέσως. -
5 ветep
ο άνεμ/οςο αέραςдвигаться с попутным - ром πηγαίνω με ούριο - ο, αρμενίζω με (άνεμο) πρίμαпротив - ра αντιπλέω, πλέω κόντρα στον - овстречный - αντίθετος -, αντίπρω-ρος -лёгкий - ασθενής/ελαφρός -попутный - ούρι-ος/ευνοϊκός -постоянный - σταθερός -, διαρκής -сильный - ισχυρός/δυνατός -слабый - ελαφρύς/λεπτός -холодный - τσουχτερός/πα-γερός -шквалистый - ο πέμφιξ, αιφνίδιος δυνατός -штормовой - η (ανεμοθύελλα/καταιγίδαСеверный (норд) Βορράς/Βοριάς (Τραμουντάνα)Южный (зюйд) Νότος/Νοτιάς (Όστρια)Юго-западный (зюйд-вест) Αιψ, Λιβός, Αίβας (Γαρμπής)Западно-северо-западный (вест-норд-вест) Σκιρωνοζέφυρος (Πουνεντομαΐστρος)Северо-ссверо-западный - (норд-норд-вест) Σκιρωνοβορράς (Μαϊστροτραμουντάνα)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ветep
-
6 шквал
η λαίλαπα, ο αιφνίδιος δυνατός άνεμος με βροχή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > шквал
-
7 крутой
крут||ойприл1. (обрывистый) ἀπότομος, ἀπόκρημνος:\крутой берег ἡ ἀπόκρημνη ἀκτή·2. (резкий, внезапный) ξαφνικός, αἰφνίδιος·3. (суровый, строгий) τραχύς:\крутой характер ὁ τραχύς (или ὁ ἀπότομος) χαρακτήρας· \крутойые меры τά σκληρά μέτρα· ◊ \крутойое яйцо τό σφιχτό αὐγό· \крутой кипяток τό βραστό νερό. -
8 неожиданныиприл
неожи́данн||ыиприлἀπροσδόκητος, ἀναπάντεχος, αίφνίδιος, ἀπρόοπτος, ξαφνικός, ἀπρόσμενος:\неожиданныиприлый случай τό ἀπρόοπτο συμβάν \неожиданныиприлое нападение ἡ αἰφνιδιαστική ἐπίθεση. -
9 скоропостижный
скоропости́жн||ыйприл:\скоропостижныйая смерть ὁ ξαφνικός (или ὁ αίφνίδιος) θάνατος. -
10 крутой
επ., βρ: крут, крути, круто; круче.1. απότομος, απόκρημνος, κρημνώδης•берег κρημνώδης ακτή•
крутой подъм απότομος ανήφορος•
крутой спуск απότομος κατήφορος•
крутой поворот απότομη στροφή.
2. μτφ. αιφνίδιος, ξαφνικός•-ая перемена απότομη αλλαγή•
крутой поворот событий απότομη στροφή των γεγονότων.
3. (γΐ•α χαρακτήρα, άνθρωπο) σκαιός, τραχύς, βάναυσος, απότομος. || σκληρός, βαρύς•-ые меры σκληρά μέτρα•
-ые слова βαριά λόγια.
|| μτφ. δυνατός, ισχυρός•крутой мороз δυνατή παγωνιά•
крутой ветер σφοδρός άνεμος.
4. πηχτός, σφιχτός•-ая каша πηχτός χυλός•
-ое тесто σφιχτό ζυμάρι•
-ое яйцо σφιχτό βρασμένο) αυγό.
εκφρ.крутой кипяток – χοχλαστό νερό. -
11 мгновенный
επ., βρ: -внен, -венна, -о; στιγμιαίος, ακαριαίος. || αιφνίδιος, ξαφνικός, απρόοπτος, απότομος. -
12 молниеносный
επ., βρ: -сен, -сна, -сно.1. παλ. αστραπηφόρος κεραυνοβόλος•-ые тучи αστραπηφόρα σύννεφα.
|| μτφ. γρήγορος, πεταχτός, φευγαλέος•молниеносный взгляд φευγαλέα ματιά.
2. μτφ. αιφνίδιος, ξαφνικός•-ая воина κεραυνοβόλος πόλεμος•
молниеносный удар κεραυνοβόλο χτύπημα.
|| αστραπιαίος•-ая быстрота αστραπιαία ταχύτητα.
-
13 порывистый
επ., βρ: -вист, -а, -о.1. ορμητικός, κομματιαστός, ριπαίος•порывистый ветер ριπαίος άνεμος.
2. απότομος, ξαφνικός, αιφνίδιος•-ые движения απότομες κινήσεις•
взлёт куропатки το ξαφνικό πέταγμα (σήκωμα) της πέρδικας.
3. μτφ. παράφορος, φουρ.ιό-ζος ευέξαπτος, οξύθυμος, αψίθυμος, ευάργητος. -
14 резкий
επ., βρ: -зок, -зка, -зко; резче.1. οξύς, δριμύς• διαπεραστικός, σφοδρός• δυνατός, ισχυρός•резкий холод όριμύ ψύχος, τσουχτερό κρύο•
резкий ветер σφοδρός άνεμος•
-ая боль δυνατός πόνος•
резкий свет δυνατό (χτυπητό) φως•
резкий залах δριμεία οσμή•
резкий голос διαπεραστική φωνή.
2. αδρός, ζωηρός• χαρακτηριστικός, ευδιάκριτος•-ие черты лица αδρά χαρακτηριστικά του προσώπου.
3. αιφνίδιος• απότομος•-ое изменение погоды απότομη αλλαγή του καιρού•
-ое повышение температуры απότομη άνοδος της θερμοκρασίας•
-ое повышение цен απότομη άνοδος των τιμών•
-ие движения рук απότομες κινήσεις των χεριών (απότομες χειρονομίες).
4. μτφ. αυστηρός, τσουχτερός, δρ ι-μύς•-ая критика αυστηρή κριτική, μαστίγωμα, καυτηρίαση.
|| αυθάδης, θρασύς•резкий ответ απότομη, θρασεία απάντηση•
-ие слова βωμολοχίες, αισχρόλογα.
-
15 скоропостижный
επ., βρ: -жен, -жна, -жноαιφνίδιος, ξαφνικός, αδόκητος, απροσδόκητος, ανεπάντεχος•-ая смерть αδόκητος θάνατος.
-
16 Sudden
adj.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Sudden
-
17 Unexpected
adj.P. and V. ἀπροσδόκητος, ἀδόκητος (Eur., H. F. 92), ἀνέλπιστος, Ar. and V. ἄελπτος, V. ποταίνιος, ἀφρόντιστος (Æsch., Ag. 1377).Paradoxical: P. παράδοξος.From causes unexpected and unforeseen: V. ἐξ ἀέλπτων κἀπρομηθήτων (Æsch., Supp. 357).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Unexpected
-
18 brutal
1) αιφνίδιος2) βίαιος -
19 sharp
1) αιφνίδιος2) κοφτερός3) μυτερός4) οξυδερκής -
20 sudden
1) αιφνίδιος2) ξαφνικός
См. также в других словарях:
αιφνίδιος — ια, ιο (Α αἰφνίδιος, ιον) απροσδόκητος, ανέλπιστος, ξαφνικός αρχ. (το ουδ. εν. ως επίρρ.) τὸ αἰφνίδιον αιφνιδίως, ξαφνικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἴφνης. ΠΑΡ. μσν. αἰφνιδιάζω] … Dictionary of Greek
αιφνίδιος — α, ο επίρρ. α απροσδόκητος, ξαφνικός: Λύπησε όλους ο αιφνίδιος θάνατός του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αἰφνίδιος — ἀφνίδιος masc nom sg αἰφνίδιος unforeseen masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιφνίδιος θάνατος — Ο απρόοπτος και σύντομος θάνατος που οφείλεται σε κάποια άγνωστη φαινομενικά, εσωτερική παθολογική ή φυσιολογική αιτία. Το ποσοστό των α.θ. στο σύνολο των θανάτων είναι σχετικά μικρό. Από πλευράς φύλου περισσότερο ευπρόσβλητο είναι το αντρικό,… … Dictionary of Greek
αἰφνιδιώτερον — ἀφνίδιος adverbial comp ἀφνίδιος masc acc comp sg ἀφνίδιος neut nom/voc/acc comp sg αἰφνίδιος unforeseen masc acc comp sg αἰφνίδιος unforeseen neut nom/voc/acc comp sg αἰφνίδιος unforeseen adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰφνιδίως — ἀφνίδιος adverbial ἀφνίδιος masc acc pl (doric) αἰφνίδιος unforeseen adverbial αἰφνίδιος unforeseen masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰφνίδιον — ἀφνίδιος masc acc sg ἀφνίδιος neut nom/voc/acc sg αἰφνίδιος unforeseen masc/fem acc sg αἰφνίδιος unforeseen neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
напрасный — напрасно, нареч., напрас клевета , укр. напрасний внезапный , блр. напраслiна поклеп , ст. слав. напраснъ δριμύς, αἰφνίδιος, сербохорв. напрасан вспыльчивый, стремительный, неукротимый . Рум. năprasnă нечаянно, внезапно заимств. из болг.; см.… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
-ιάζω — κατάληξη ρημάτων τής Νέας Ελληνικής, η οποία εμφανίζεται: α) σε ρήματα που έχουν σχηματιστεί με την αρχ. κατάλ. άζω και προέρχονται από ουσ. ή επίθ. με θεματικό φωνήεν ι [πρβλ. αγιάζω (< άγιος), αιφνιδιάζω (< αιφνίδιος), εφοδιάζω (<… … Dictionary of Greek
άξαφνος — η, ο [άξαφνα] 1. αιφνίδιος, απροσδόκητος, ξαφνικός, αναπάντεχος 2. το ουδ. ως ουσ. το άξαφνο κάτι, συνήθως κακό, που γίνεται απροσδόκητα («άξαφνο να σούρθει» κατάρα) … Dictionary of Greek
έξαφνος — η, ο και άξαφνος [έξαφνα] αιφνίδιος, απρόοπτος … Dictionary of Greek