-
1 αἰφνίδιος
αἰφνίδιος, ον, plötzlich, unerwartet, μόρος Aesch. Prom. 683; neben ἀπροςδόκητον Thuc. 2, 61; αἰφνίδιοι προςβαλόντες Pol. 1, 8, 28; τὸ αἰφνίδιον, die Ueberraschung, Plut. Crass. 9; Luc. D. Mort. 7, 2. – Adv. αἰφνιδίως, Thuc. 7, 23; αἰφνίδιον Plut. Num. 15 u. öfter.
-
2 αἰφνίδιος
αἰφνίδιος, plötzlich, unerwartet; die Überraschung -
3 ἐξ-αιφνίδιος
ἐξ-αιφνίδιος, α, ον, plötzlich; αὔξη Plat. Crat. 414 a; – Sp.
-
4 μόρος
μόρος, ὁ (μείρομαι), wie μοῖρα, das den Menschen von dem Schicksal Zugetheilte, das Loos, Ge schi ck; οἶδα, ὅ μοι μόρος ἐνϑάδ' ὀλέσϑαι, Il. 19, 421, daß es mein Loos ist; ὑπὲρ μόρον, über das Geschick hinaus, wider das Geschick (vgl. ὑπέρμορον). So auch Tragg.; ϑνητοὺς ἔπαυσα μὴ προδέρκεσϑαι μόρον, Aesch. Prom. 248; τοῦδε τοῦ μόρου τυχεῖν, Soph. Ant. 461, vgl. 1311. Bes. unglückliches Geschick; vom gewaltsamen Tode, oft Hom.; ὅτε μιν μόρος αἰνὸς ἱκάνοι, Il. 18, 465; οἷσιν ἐπὶ Ζεὺς ϑῆκε κακὸν μόρον, 6, 357; ὀλέεσϑε κακὸν μόρον, 21, 133; neben ϑάνατος, Od. 9, 61 u. öfter, wie τίη δὲ σὺ Τηλεμάχῳ ϑάνατον τε μόρον τε ῥάπτεις; 16, 421; ἐνέσκιμψεν μόρον, Pind. P. 3, 58; ἐχϑρότατον δώσειν μόρον, N. 1, 66; der Tod, oft bei Tragg., ἀπροςδόκητος δ' αὐτὸν αἰφνίδιος μόρος τοῦ ζῆν ἀπεστέρησεν, Aesch. Prom. 680; λευστήρ, der Steinigungstod, Spt. 181; τεϑνᾶσιν αἰσχρῶς δυςκλεεστάτῳ μόρῳ, Pers. 438, u. sehr oft; μόρον κοινὸν κατειργάσαντο, Soph. Ant. 56, öfter; ἐπὶ μόρῳ ϑανατόεντι, Eur. I. A. 1288; Bacch. 337 u. öfter; gewaltsamer Tod ist es auch bei Her. 1, 117; τούτῳ τῷ μόρῳ διεφϑάρησαν, 5, 21, wie διαφϑαρῆναι αἰσχίστῳ μόρῳ, 9, 17; sonst nur in späterer Prosa einzeln u. in der Anth.; bei Diod. Zon. 9 (VII, 404), οὐ γάρ σευ μήτηρ – εἶδεν ἁλίξαντον σὸν μόρον εἰνάλιον, scheint es geradezu für νέκυς zu stehen. – Als mythische Person ist Μόρος Sohn der Nacht, Hes. Th. 211. – Nach Eust. soll bei den Cypriern μόρος auch = ὀξύς gewesen sein, wovon einige Alte ἰόμωρος ableiteten.
-
5 ἐξαιφνίδιος
ἐξ-αιφνίδιος, α, ον, plötzlich
См. также в других словарях:
αιφνίδιος — ια, ιο (Α αἰφνίδιος, ιον) απροσδόκητος, ανέλπιστος, ξαφνικός αρχ. (το ουδ. εν. ως επίρρ.) τὸ αἰφνίδιον αιφνιδίως, ξαφνικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἴφνης. ΠΑΡ. μσν. αἰφνιδιάζω] … Dictionary of Greek
αιφνίδιος — α, ο επίρρ. α απροσδόκητος, ξαφνικός: Λύπησε όλους ο αιφνίδιος θάνατός του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αἰφνίδιος — ἀφνίδιος masc nom sg αἰφνίδιος unforeseen masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιφνίδιος θάνατος — Ο απρόοπτος και σύντομος θάνατος που οφείλεται σε κάποια άγνωστη φαινομενικά, εσωτερική παθολογική ή φυσιολογική αιτία. Το ποσοστό των α.θ. στο σύνολο των θανάτων είναι σχετικά μικρό. Από πλευράς φύλου περισσότερο ευπρόσβλητο είναι το αντρικό,… … Dictionary of Greek
αἰφνιδιώτερον — ἀφνίδιος adverbial comp ἀφνίδιος masc acc comp sg ἀφνίδιος neut nom/voc/acc comp sg αἰφνίδιος unforeseen masc acc comp sg αἰφνίδιος unforeseen neut nom/voc/acc comp sg αἰφνίδιος unforeseen adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰφνιδίως — ἀφνίδιος adverbial ἀφνίδιος masc acc pl (doric) αἰφνίδιος unforeseen adverbial αἰφνίδιος unforeseen masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰφνίδιον — ἀφνίδιος masc acc sg ἀφνίδιος neut nom/voc/acc sg αἰφνίδιος unforeseen masc/fem acc sg αἰφνίδιος unforeseen neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
напрасный — напрасно, нареч., напрас клевета , укр. напрасний внезапный , блр. напраслiна поклеп , ст. слав. напраснъ δριμύς, αἰφνίδιος, сербохорв. напрасан вспыльчивый, стремительный, неукротимый . Рум. năprasnă нечаянно, внезапно заимств. из болг.; см.… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
-ιάζω — κατάληξη ρημάτων τής Νέας Ελληνικής, η οποία εμφανίζεται: α) σε ρήματα που έχουν σχηματιστεί με την αρχ. κατάλ. άζω και προέρχονται από ουσ. ή επίθ. με θεματικό φωνήεν ι [πρβλ. αγιάζω (< άγιος), αιφνιδιάζω (< αιφνίδιος), εφοδιάζω (<… … Dictionary of Greek
άξαφνος — η, ο [άξαφνα] 1. αιφνίδιος, απροσδόκητος, ξαφνικός, αναπάντεχος 2. το ουδ. ως ουσ. το άξαφνο κάτι, συνήθως κακό, που γίνεται απροσδόκητα («άξαφνο να σούρθει» κατάρα) … Dictionary of Greek
έξαφνος — η, ο και άξαφνος [έξαφνα] αιφνίδιος, απρόοπτος … Dictionary of Greek