Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

αέρας

  • 81 тёплый

    επ., βρ: тпел, тепла, тепло πλθ. теплы κ. теплы.
    1. ζεστός, θερμός. тёплый чай ζεστό τσάι•

    тёплый воздух ζεστός αέρας•

    -ая погода ζεστός καιρός•

    тплые страны οι θερμές χώρες•

    тёплый климат θερμό κλίμα•

    тёплый день ζεστή μέρα•

    -ые носки ζεστές κάλτσες.

    2. εγκάρδιος, φιλόφρονας, καλός•

    тёплый прим θερμή υποδοχή•

    спосибо вам за -ые слова σας ευχαριστώ για τα καλά σας λόγια•

    -ая дружба εγκάρδια φιλία.

    3. μτφ. ευχάριστος, ευάρεστος (για χρώμα, ήχο, μυρουδιά).
    εκφρ.
    - ые воды – θερμά ιαματικά νερά•
    - ая компания – στενή παρέα•
    сказать пару -ых слов – (απλ.) λέγω δυο λόγια τσουχτερά• μαλώνω κάποιον.

    Большой русско-греческий словарь > тёплый

  • 82 угарный

    επ. βρ: -рен, -рна, -рно του διοξειδίου του άνθρακα•

    угарный запах η μυρουδιά του διοξειδίου του άνθρακα.

    || που περιέχει διοξείδιο του άνθρακα•

    угарный воздух αέρας με διοξείδιο του άνθρακα.

    || μτφ. παράφορος, ακράτητος, αχαλίνωτος, έξαλλος φρενήρης.
    εκφρ.
    угарный газ – μονοξείδιο του άνθρακα.
    επ.
    που αποβάλλει πολύ βάρος με τη θέρμανση.

    Большой русско-греческий словарь > угарный

  • 83 укрепить

    ρ.σ.μ.
    1. στερεώνω, στεργιώνω πιο γερά• σταθεροποιώ• συνδέω πιο γερά•

    укрепить ш10-тину στερεώνω πιο γερά το φράγμα•

    укрепить доску гвоздями καρφώνω γερά τη σανίδα.

    || μτφ. δυναμώνω•

    укрепить власть στεργιώνω την εξουσία•

    -дружбу δυναμώνω τη φιλία.

    2. τονώνω, ενισχύω•

    южный климат -ил его здоровье το νότιο κλίμα καλυτέρευσε την υγεία του•

    укрепить нервы τονώνω τα νεύρα•

    свежий воздух -ил его лгкие ο φρέσκος (καθαρός) αέρας τόνωσε τα πνευμόνια του.

    3. (στρατ.) οχυρώνω•

    укрепить местность οχυρώνω την τοποθεσία•

    укрепить город οχυρώνω την πόλη.

    4. ισχυροποιώ, κραταιώνω•

    страну κάνω τη χώρα ισχυρή (κραταιά).

    1. στερεώνομαι, στεργιώνομαι • σταθεροποιούμαι.
    2. δυναμώνω• τονώνομαι•

    нервы -лись τα νεύρα τονώθηκαν.

    || ισχυροποιούμαι.
    3. μτφ. θεμελιώνομαι, ριζώνω• μένω ακλόνητος, ακράδαντος•

    укрепить в своих убеждениях μένω ακλόνητος στις πεποιθήσεις μου.

    4. οχυρώνομαι•

    войска -лись на склонах горы τα στρατεύματα οχυρώθηκαν στις πλαγιές του βουνού.

    Большой русско-греческий словарь > укрепить

  • 84 хлёсткий

    επ. βρ: хлсток, хлестка, хлстко; хлстче κ. (απλ.) хлеще.
    1. τσουχτερός• δυνατού χτυπήματος•

    хлёсткий ветер τσουχτερός αέρας-- кнут μαστίγιο που χτυπά δυνατά, με πλατάγισμα.

    2. ζωηρός•

    -ая игра ζωηρό παιγνίδι.

    3. μτφ. δηκτικός•

    -ие слова τσουχτερά λόγια.

    Большой русско-греческий словарь > хлёсткий

  • 85 чистый

    επ., βρ: чист, чиста, чисто; чище.
    1. καθαρός, παστρικός (αλέρωτος)•

    -ое помещение καθαρός χώρος•

    чистый воздух καθαρός αέρας•

    -ая рубашка καθαρό πουκάμισο•

    -ые руки καθαρά χέρια.

    2. γιορτινός, επίσημος.
    3. που δε λερώνει•

    -ая работа καθαρή δουλειά.

    4. παλ. της ανώτερης κοινωνίας, σοϊλής, σοϊλίδικος.
    5. καλοφτιαγμένος, επιμελημένος•

    -ая работа επιμελημένη εργασία.

    || τελειωμένος ολοκληρωτικά.• -ая гайка ολοκληρωμένο περικόχλιο. || καθαρογραμμένος.
    6. ελεύθερος, απαλλαγμένος απο. || ασύννεφος, ασυνέφιαστος•

    чистый горизонт καθαρός ορίζοντας.

    7. αμιγής, γνήσιος•

    -ое золото καθαρό χρυσάφι•

    чистый спирт καθαρό οινόπνευμα•

    -ая шерсть καθαρό μαλλί, ολομάλλινος.

    || διαφανής• διαυγής•

    -ая вода καθαρό (λαγαρό) νερό.

    || (για ζώα) καθαρόαιμος•

    -ая порода καθαρή ράτσα•

    8. σαφής, ευκρινής, ευδιάκριτος•

    чистый голос καθαρή φωνή.

    || ευκατάληπτος, εύληπτος•

    -ое произношение καθαρή προφορά.

    9. μτφ. αγνός, τίμιος, άσπιλος•

    -ая душа καθαρή ψυχή•

    -ая любовь αγνή αγάπη.

    || παρθενικός, αθώος•

    -ая девочка αγνό κορίτσι.

    10. θεμιτός, έντιμος•чистыйые средства θεμιτά μέσα•

    -ым путм με την έντιμη οδό.

    || νέτος• καθαρός•

    чистый вес καθαρό βάρος•

    -ая прибыль καθαρό κέρδος•

    чистый доход καθαρό έσοδο.

    || ανυπόχρεος, μη χρεωμένος•чистыйое имение αχρέωτο κτήμα. || στερημένος παντελώς(περ ιουσίας)•

    теперь он чист τώρα πιαδεν έχει καθόλου περιουσία.

    11. πλήρης, παντελής•

    чистый вздор καθαρή ανοησία.

    12. πραγματικός, αληθινός, σωστός. || ίδιος, πανομοιότυπος•

    его лошади были белые как снег, -ые лебеди τα άλογα του ήταν άσπρα σαν το χιόνι, ίδιοι κύκνοι.

    13. αφηρεμένος, χωρίς πρακτική εφαρμογή•

    -ая наука καθαρή επιστήμη•

    εκφρ.
    - ое искусство – καθαρή Τέχνη (χωρίς περιεχόμενο), η Τέχνη για την Τέχνη•
    - ая отставкаπαλ. τελειωτική (οριστική) παραίτηση•
    чистый понедельник – η Καθαρή Δευτέρα•
    за -ые деньги ή за -ыми деньгами – σε μετρητά•
    на -ом воздухе – στον καθαρό αέρα.

    Большой русско-греческий словарь > чистый

  • 86 элемент

    α.
    1. στοιχείο (στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία: φωτιά, νερό, αέρας κλπ.).
    2.πλθ. στοιχεία, βάσεις, αρχές•

    -ы наук στοιχεία επιστημών.

    3. χημικό στοιχείο.
    4. μέρος του όλου. || εξάρτημα μηχανισμού κλπ.
    5. το χαρακτηριστικό.
    6. εκπρόσωπος κοινωνικός•

    прогрессивные -ы общества προοδευτικά στοιχεία της κοινωνίας•

    вредные -ы βλαβερά (επιβλαβή) στοιχεία•

    чуждые -ы ξένα στοιχεία.

    7. άνθρωπος, πρόσωπο, άτομο•

    подозрительный ύποπτο στοιχείο.

    8. χημική συσκευή•

    гальванический элемент γαλβανική στήλη•

    сухой элемент στεγνό στοιχείο.

    εκφρ.
    женский элемент – το γυναικείο φύλο, οι γυναίκες•
    мужской элемент – το ανδρικό φύλο, οι άντρες.

    Большой русско-греческий словарь > элемент

  • 87 эфир

    α.
    1. παλ. ο αιθέρας (το ανώτατο στρώμα της ατμόσφαιρας). || ο ατμοσφαιρικός αέρας.
    2. (χημ.) ο αιθέρας (πτητικό υγρό)•

    превратить в эфир αιθεροποιώ•

    серный или обыкновенный эфир αιθέρας ο αιθυλικός ή θειϊκός ή ο κοινός.

    Большой русско-греческий словарь > эфир

  • 88 ядрёный

    επ., βρ: -рен, -а, -о.
    1. σκληρός, σφιχτός, συνεκτικός•

    -ая капуста σκληρό κραμβολάχανο.

    2. εύρωστος, ρωμαλαίος ακμαίος• γερός•

    ядрёный старик κοτσανάτος γέρος.

    3. μτφ. φρέσκος, δροσερός, ζωογόνος•

    ядрёный воздух φρέσκος αέρας.

    || δυνατός, δριμύς•

    ядрёный запах η δριμείο οσμή.

    || μτφ. χονδροειδής, απότομος, απρεπής, άσεμνος•

    -ые слова άπρεπες λέξεις•

    -ое остроумие παρατραβηγμένο έξυπνο.

    Большой русско-греческий словарь > ядрёный

  • 89 ясный

    επ., βρ: ясен, ясна, ясно, ясны.
    1. φωτεινός, λαμπρός, λαμπερός, φεγγοβόλος•

    -ое солнце ολόλαμπρος ήλιος•

    ясный свет λαμπερό φως.

    || στιλπνός, λείος, γυαλιστερός• αστραφτερός•

    -ые пуговицы γυαλιστερά κουμπιά.

    2. αίθριος, ξάστερος•

    -ое небо αίθριος ουρανός•

    -ая погода ξαστεριά.

    || διαυγής, διαφανής, καθαρός•

    ясный воздух καθαρός αέρας.

    3. μτφ. ασυσκότιστός, ήσυχος, γαλήνιος•

    -ая душа ήσυχη (γαλήνια) ψυχή.

    4. ευδιάκριτος, διαυγής, εναργής, ευκρινής•

    -ая дикция καθαρή προφορά•

    ясный почерк καθαρός (ευανάγνωστος) γραφικός χαρακτήρας.

    || πειστικός•

    -ое доказательство χειροπιαστή (απτή) απόδειξη.

    || σαφής•

    ясный ответ σαφής απάντηση•

    -ое понятие σαφής έννοια.

    5. ολοφάνερος, προφανής, πρόδηλος•

    -ое намерение φανερή πρόθεση.

    εκφρ.
    - ое дело – φανερή υπόθεση•
    ясный сокол – παλικάρι, λεβέντης•
    ясный соколик – παλικαράκι, λεβεντάκος•
    яснее -ого – καταφανώς, ολοφάνερα, παραπάνω από σαφής, σαφέστατα.

    Большой русско-греческий словарь > ясный

См. также в других словарях:

  • αέρας — ο και αγέρας ο 1. ο ατμοσφαιρικός αέρας: Σηκώθηκε αέρας. 2. έπαρση, θράσος: Πήραν αέρα τα μυαλά του. 3. ικανότητα, ευχέρεια: Δεν πήρε ακόμη τον αέρα της δουλειάς. 4. το κέρδος που παίρνει κανείς για την εκχώρηση κάποιου δικαιώματός του: Έδωσε το… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αέρας — Όρος με πολλές ερμηνείες και χρήσεις. Ο άνεμος που δεν είναι πολύ δυνατός. Τo κλίμα ενός τόπου και μεταφορικά το ψυχολογικό κλίμα. Η εξωτερική εμφάνιση, το ύφος, το παρουσιαστικό. Η τόλμη, η αλαζονεία, η αυθάδεια. Έκφραση της ψυχικής διάθεσης. Η… …   Dictionary of Greek

  • ἀέρας — ἀ̱έρας , ἀήρ Aër. masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναπνοή — Γενική βιολογική διαδικασία με την οποία οι ζώντες οργανισμοί παίρνουν από το περιβάλλον οξυγόνο και αποδίδουν διοξείδιο του άνθρακα. Το οξυγόνο είναι απαραίτητο στις οξειδωτικές εξεργασίες που βρίσκονται στη βάση όλων των εκδηλώσεων της ζωής,… …   Dictionary of Greek

  • Αναξιμένης — I (Μίλητος 585/4 – 528/7 π.Χ.). Φιλόσοφος, συμμαθητής και διάδοχος του Αναξίμανδρου στην εκπροσώπηση της σχολής της Μιλήτου. Αυτά που αναφέρονται για τη διδασκαλία του από την αρχαία δοξογραφία πρέπει να προέρχονται από ειδική πραγματεία του… …   Dictionary of Greek

  • άνεμοι — Οι οριζόντιες μετατοπίσεις των μαζών του αέρα. H διαφορετική θέρμανση του αέρα πάνω από τα διάφορα τμήματα της επιφάνειας της Γης καθιστά τις μάζες του πυκνότερες ή αραιότερες, γεγονός που εκδηλώνεται με ποικίλη κατανομή της πίεσης. Όσες περιοχές …   Dictionary of Greek

  • κάμινος — Μηχάνημα και εγκατάσταση (ονομάζεται και φούρνος ή καμίνι) που παράγει θερμότητα με τη χρησιμοποίηση καύσιμων στερεών υγρών και αερίων ή με την εκμετάλλευση της ηλεκτρικής ενέργειας. Εκτός από αυτές τις κ. υπάρχουν επίσης κ. που αξιοποιούν τη… …   Dictionary of Greek

  • θέρμανση — Διαδικασία με την οποία αυξάνεται η θερμοκρασία σωμάτων ή χώρων. Ανάλογα με το σύστημα παραγωγής της απαιτούμενης θερμότητας για τη θ., υπάρχουν διάφοροι τύποι θ.: με άνθρακα, πετρέλαιο, αέριο, όπου η θερμότητα παράγεται με την καύση· ηλεκτρική θ …   Dictionary of Greek

  • χάλυβας — Κράμα του σιδήρου, στο οποίο περιέχεται άνθρακας κατά 1,7 1,8% και άλλα μεταλλικά και μη μεταλλικά στοιχεία, κατάλληλα για να προσδώσουν στο κράμα ειδικές ιδιότητες (βανάδιο, βολφράμιο, νικέλιο, χρώμιο), ενώ άλλα στοιχεία βρίσκονται ως… …   Dictionary of Greek

  • αεροδυναμική — Κλάδος της μηχανικής που έχει ως αντικείμενο μελέτης την κίνηση αέριων μαζών και ιδιαίτερα τις μετατοπίσεις τους στο εσωτερικό ενός αγωγού (στρόβιλοι, αντλίες) ή πάνω στην επιφάνεια στερεών σωμάτων και στον άμεσα γειτονικό χώρο τους (αέρας γύρω… …   Dictionary of Greek

  • αιθέρας — Οργανική χημική ένωση του τύπου C2Η5 Ο C2Η5. Λέγεται και διαιθυλαιθέρας ή θειικός α. Είναι σώμα υγρό, άχρωμο, ελαφρύτερο από το νερό και πολύ πτητικό. Παρασκευάζεται βιομηχανικά με συνθέρμανση αιθυλικής αλκοόλης και πυκνού θειικού οξέος (γι’ αυτό …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»