Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

αέρας

  • 41 веять

    вею, веешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. веянный, βρ: веян, -а, -о., ρ.δ.
    1. πνέω, φυσώ•

    ветер веет ο αέρας φυσά.

    2. κυματίζω•

    веют знамена κυματίζουν οι σημαίες.

    3. λιχνίζω.
    1. κυματίζω.
    2. λιχνίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > веять

  • 42 взвихрить

    ρ.σ.μ.
    στροβιλίζω, περιδινώ•

    ветер -ил клубы снега ο αέρας στροβίλισε τολύπες χιονιού.

    περιδινούμαι, στροφοδινούμαι, στροβιλίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > взвихрить

  • 43 вздымать

    ρ.δ.μ.
    σηκώνω, ανυψώνω (σαν καπνό)•

    вздымать густую пыль σηκώνω σκόνη-σύννεφο•

    ветер раздувал огонь и -ал много искр ο αέρας φύσηξε τη φωτιά και σπινθηροβόλησε.

    σηκώνομαι, υψώνομαι σαν καπνός.

    Большой русско-греческий словарь > вздымать

  • 44 взметать

    -ечу, -ечешь, κ. -аю, -аешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. взмётанный βρ: -тан, -а, -о
    1. ανεγείρω, σηκώνω, παρασέρνω προς τα πάνω•

    ветер -ал солому ο αέρας σήκωσε πάνω τ’ άχυρα.

    2. οργώνω χέρσο έδαφος.
    -аю, -аешь, ρ.δ.
    βλ. взмести κ. взметнуть.

    Большой русско-греческий словарь > взметать

  • 45 вид

    -а (-у), προθτ. о виде, в виде, в виду, на виду а.
    1. μορφή, όψη, εμφάνιση, παρουσιαστικό φάτσα, φιγούρα σχήμα•

    жалкий вид άθλια μορφή•

    наружный вид εξωτερική εμφάνιση•

    гора эта имеет вид конуса το βουνό αυτό είναι κωνοειδές•

    жемчуг в -е груши μαργαριτάρι απιοειδές.

    || (έκφραση προσώπου) όψη, ύφος, θωριά, αέρας•

    больной вид ασθενική όψη•

    строгий вид αυστηρό ύφος•

    важный вид σοβαρό ύφος•

    радостный вид χαρούμενη όψη.

    || κατάσταση•

    в нормальном -е σε κανονική κατάσταση•

    в пьяном -е σε κατάσταση μέθης.

    2. προοπτική, άποψη, θέα•

    комната с -ом на море δωμάτιο με θέα προς τη θάλασσα•

    вид на город η άποψη της πόλης.

    || τοπίο•

    альбом с -ами Греции λεύκωμα με τοπία της Ελλάδας.

    3. με τις προθέσεις: в, из, на, при σχηματίζει γλωσσικούς συνδυασμούς•

    в -у, на -у εν όψει•

    в -у неприятеля εν όψει του εχθρού•

    на -у у всех εν όψει όλων, μπροστά στα μάτια όλων•

    испугаться при -е зверя φοβούμαι αντικρίζοντας το θηρίο•

    у меня нет ничего в -у δε βλέπω τίποτε μπροστά μου•

    ей на вид 50 лет αυτή δείχνει για πενηντάρα•

    при -е опасности εν όψει του κινδύνου•

    потерять из -у χάνω από τη θέα (όραση, μάτια).

    4. πλθ. -ы προοπτική, υπολογισμοί, προύποθέσεις•

    -ы на будущее οι προοπτικές για το μέλλον•

    -ы на урожай προοπτικές για τη σοδειά.

    5. παλ. η ταυτότητα.
    εκφρ.
    вид на жительство – είδος ταυτότητας•
    в -е – σαν, ωσάν, εν είδει, δίκην•
    для -а – α) για τα μάτια, για το θεαθήναι, β) για φάτσα, για επίδειξη, για μόστρα•
    на, по -у, с -у – εξ όψεως, από την όψη, κατ’ όψιν•
    под -ом – με την πρόφαση•
    видать -ы – βλέπω, περνώ, δοκιμάζω πολλά•
    иметь -ы – υπολογίζω, σκοπεύω, έχω κατά νου, αποβλέπω, αποσκοπώ, ξαμώνω•
    не подать ή не показать -у – δε δείχνομαι (δε δείχνω σημεία,πού μπορεί να με αντιληφθούν)" делать вид κάνω πώς, προσποιούμαι•
    быть на -у – τραβώ την προσοχή, φαίνομαι•
    иметь в -у – α) έχω υπ’ όψη μου. β) εννοώ, υπονοώ•
    ни под каким -ом – με κανένα τρόπο, με καμιά πρόφαοη•
    вид в ложном -е – ψεύτικα, ψευδώς• διαστρεβλωμένα" ставить на вид προειδοποιώ (για τιμωρία, ποινή)- упустить ή выпустить из -у λησμονώ, ξεχνώ, απαλείφω από τη μνήμη, παραδίδω στη λήθη•
    в -у – λόγω, ένεκα•
    он уволен от должности в -у его неспособности – απολύθηκε άπο τη θέση λόγω ανικανότητας•
    в малом -е – εν σμι-κρώ, σε σμικρογραφία.
    α.
    είδος• τύπος•

    разные -ы мрамора διάφορα είδη μαρμάρου.

    || (υποδιαίρεση)• είδος• γένος•

    ветла вид вид ивы η λευκή ιτιά είναι ένα είδος ιτιάς•

    отношение -а к роду (λογ., φιλοσ.) η σχέση του είδους προς το γένος.

    (γλωσ.)•μορφή•

    глагол несовершенного -а ρήμα διαρκείας (διαρκούς μορφής)•

    глагол совершенного -а ρήμα στιγμιαίο (στιγμιαίας μορφής).

    Большой русско-греческий словарь > вид

  • 46 влага

    θ.
    1. υγρό, νερό.
    2. υγρασία, νώ-πη•

    воздух насыщен -ой ο αέρας είιναι πάρα πολύ υγρός (κορεσμένος).

    Большой русско-греческий словарь > влага

  • 47 влажнеть

    -еет ρ.δ.
    υγραίνομαι, γίνομαι υγρός•

    воздух -еет ο αέρας γίνεται υγρός.

    Большой русско-греческий словарь > влажнеть

  • 48 горный

    επ.
    1. ορεινός, βουνίσιος•

    -ое озеро ορεινή λίμνη•

    -ая цепь οροσειρά•

    горный воздух βουνίσιος αέρας•

    -ая страна ορεινή χώρα•

    -ая артиллерия ορειβατικό πυροβολικό.

    2. ορυκτός•

    -ые богатства ορεινός πλούτος.

    3. μεταλλευτικός, των μεταλλείων•

    -ое дело μεταλλειολογία•

    горный инженер μεταλλειολόγος• μηχανικός μεταλλείων•

    -ая порода πέτρωμα•

    горный хрусталь ορυκτό κρύσταλλο.

    εκφρ.
    горный лен – ο αμίαντος.

    Большой русско-греческий словарь > горный

  • 49 дух

    -а (-у) α.
    1. νους, διάνοια, νόηση, πνεύμα•

    в здоровом теле здоровый дух γερό μυαλό σε γερό κορμί•

    в том же -е στο ίδιο πνεύμα•

    в этом -е σ'αυτό το πνεύμα.

    (φιλοσ.) το Πνεύμα•

    абсолютный дух το απόλυτο Πνεύμα.

    || (θρησκ.) ψυχή.
    2. ηθικό•

    боевой дух μαχητικό πνεύμα•

    моральный дух το ηθικό•

    дух войска το ηθικό του στρατεύματος, του στρατού•

    сила -а ηθική δύναμη•

    подъм -а ανέβασμα (άνοδος) ηθικού•

    упадок -а πτώση ηθικού.

    || θάρρος•

    поднять дух ενθαρρύνω, εμψυχώνω•

    не хватает -а δεν έχει το απαιτούμενο θάρρος.

    3. νόημα, ουσία•

    это противоречит -у закона αυτό είναι! αντίθετο προς το πνεύμα του νόμου•

    дух времени το πνεύμα των καιρών.

    4. άυλη υπόσταση•

    добрый дух το αγαθό πνεύμα•

    злой ή нечистый дух το κακό ή πονηρό πνεύμα (οι δαίμονες).

    5. αναπνοή•

    дух захватывает (ή занимает, замирает) μου πιάνεται η αναπνοή•

    затаить -κρατώ την ανάσα•

    дайте перевести дух αφήστε με να πάρω αναπνοή,- ν' ανασάνω.

    6. παλ. αέρας.
    7. μυρουδιά.
    8. (με σημ. κατηγ.) -ом γρήγορα, τάχιστα•

    скакать во весь дух καλπάζω στα τέσσερα•

    он -ом ЭТО сделает αυτός θα το φτιάσει στο πι και στο φι.

    || με μια ανάσα, χωρίς διακοπή, μονοκοπανιά•

    он одним -ом выпил большой бокал αυτός έπιε ένα μεγάλο ποτήρι μονοκοπανιά.

    εκφρ.
    святой – Αγιο Πνεύμα•
    святым -ом (узнатьκ.τ.τ.) άγνωστο από που το ξέρω•
    быть в -е – είμαι σε ευθυμία•
    быть не в -е – είμαι σε δυσθυμία, έχω κακοκεφιά•
    во весь дух ή что есть -у ( бежать, мчатьсяκ.τ.τ.) ολοταχώς•
    быть на -у – εξομολογούμαι στον πνευματικό•
    как на -у – ειλικρινά, χωρίς να κρύψω τίποτε (σαν στον πνευματικό)•
    покаяться на -у – μεταμελούμαι στον πνευματικό•
    расположение ή состояние -а – ψυχική διάθεση•
    ни слуху ни -у – ούτε φωνή ούτε ακρόαση, μήτε φανιά μήτε λαλιά (κανένα σημείο ζωής)•
    чтобы -у не было – να μη μείνει ούτε ψυχή•
    дух противоречия – πνεύμα αντιλογίας.

    Большой русско-греческий словарь > дух

  • 50 жгучий

    επ., βρ: жгуч, -а, -е
    1. θερμός, καυστικός, πυρωμένος, καυτός•

    жгучий воздух пустыни ο θερμός αέρας της ερήμου•

    -ее солнце καυτερός ήλιος.

    || καυτερός, τσουχτερός•

    -ее перец καυτερή πιπεριά.

    || δυνατός• ανυπόφορος•

    -ая боль σουβλερός πόνος•

    жгучий мороз τσουχτερό κρύο.

    2. μτφ. δριμύς, πικρός,δηκτικός, οξύς• πολύ δυνατός•

    жгучий стыд ξεροκοκκίνισμα από ντροπή•

    -ая тоска καημός, μαράζι•

    -ее раскаяние πικρή μεταμέλεια•

    -ые слезы καυτά δάκρυα•

    -ая обида βαριά προσβολή•

    -ее впечатление αλγεινή εντύπωση•

    жгучий взгляд φλογερή ματιά.

    εκφρ.
    жгучий вопрос – φλέγον ζήτημα•
    - ая насмешка – τσουχτερή κοροίδία•
    - ая сатира – δη-τική σάτυρα•
    жгучий брюнет, -ая брюнетка – πολύ μελαχροινός, -ή.

    Большой русско-греческий словарь > жгучий

  • 51 затхлый

    επ.
    1. μουχλιάρικος•

    затхлый воздух μουχλιάρικος αέρας•

    -ая вода, μουχλιάρικο νερό.

    || μουχλιασμένος•

    -ая мука μουχλιασμένο αλεύρι.

    2. πνιγηρός, αποπνιχτικός• σάπιος•

    -ая среда αποπνιχτικό περιβάλλον•

    пахнет -ым μυρίζει μούχλα ή σαπίλα (πνευματική-ηθική κατάπτωση).

    Большой русско-греческий словарь > затхлый

  • 52 здоровый

    επ., βρ: -ров, -а, -о
    1. υγιής, γερός• ζωηρός•

    здоровый организм γερός οργανισμός•

    -вид ζωηρή όψη•

    в -ом теле здоровый дух γερό μυαλό σε γερό κορμί (νους υγιής εν σώματι υγιεί).

    || μτφ. σωστός, λογικός, ορθός•

    -ая политика σωστή πολιτική•

    -ая критика σωστή κριτική•

    -ая идея σωστή ιδέα (σκέψη).

    2. υγιεινός•

    здоровый ая пища υγιεινή τροφή•

    здоровый воздух καθαρός αέρας.

    3. ουσ. ρωμαλέος, εύρωστος, εύεκτος, γερός.
    4. (με σημ, κατηγ.) ακούραστος• επιτήδειος, ικανός.
    5. (απλ.) δυνατός, ισχυρός.
    εκφρ.
    будь -ов! – α) χαίρετε, αντίο, γεια σας! β) (μετά από φτάρνισμα) υγεία! γ) (στην πρόποση) στην υγειά σας! βίβα!•
    по добру по –ву – ε το καλό•
    убирайтесь по добру по здоровый ву – φύγετε απ εδώ με το καλό.

    Большой русско-греческий словарь > здоровый

  • 53 знобкий

    επ., βρ: -бок, -бка.
    -бко.
    1. ριγηλός• τρεμουλιάρης, ευαίσθητος στο κρύο.
    2. κρύος και διαπεραστικός•

    знобкий ветер διαπεραστώ κός αέρας.

    Большой русско-греческий словарь > знобкий

  • 54 мести

    мету, метёшь, παρλθ. χρ. мёл, мела, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. метший; παθ. μτχ. παρλθ. χρ. метённый, βρ: -тн, -тена, -теш
    ρ.δ.μ.
    σκουπίζω, σαρώνω. || σηκώνω σκόνη συρόμενος. || παρασύρω•

    ветер метёт листья по дороге ο αέρας σαρώνει τα φύλλα στο δρόμο.

    || απρόσ. στροβιλίζω.
    σαρώνομαι, σκουπίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > мести

  • 55 мозглый

    επ. (απλ.) πολύ υγρός•

    мозглый воздух πολύ υγρός αέρας.

    Большой русско-греческий словарь > мозглый

  • 56 морозный

    επ., βρ: -зен, -зна, -зно
    ψυχρός, κρύος, παγερός•

    морозный воздух ψυχρός αέρας.

    Большой русско-греческий словарь > морозный

  • 57 навеять

    -вю, -веешь
    ρ.δ.μ.
    1. φέρω πνέοντας, παρασέρνω φυσώντας•

    ветер -ял прохладу ο αέρας μας έφερε δροσιά•

    -ло снегу συσσωρεύτηκε χιόνι από τον αέρα.

    2. επιφέρω, προκαλώ, προξενώ•

    журчание ручья -ло на нас дремоту το κελάρυσμα του ρυακιού μας αποκοίμησε.

    3. λιχνίζω•

    навеять овей λιχνίζω βρώμη•

    -много пшеницы λιχνίζω πολύ σιτάρι.

    Большой русско-греческий словарь > навеять

  • 58 навык

    α.
    συνήθεια (από εξάσκηση)• πείρα•

    трудовые -и η πείρα της δουλειά?, ο αέρας της δουλειάς.

    Большой русско-греческий словарь > навык

  • 59 нагретый

    επ. από μτχ.
    θερμός, ζεστός, ζεσταμένος•

    нагретый воздух ζεστός αέρας.

    Большой русско-греческий словарь > нагретый

  • 60 напоить

    -ого, -оишь, προστκ. напой, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. напоенный, βρ: -бен, -а, -о κ. напонный, βρ: -он, -оена, -оено
    ρ.σ.μ.
    1. ποτίζω•

    напоить коня ποτίζω το άλογο•

    напоить чаем προσφέρω τσάι.

    || μεθώ•

    -ли его допьяна τον πότισαν ώσπου μέθυσε.

    2. μτφ. γεμίζω•

    напоен ароматом ο αέρας γέμισε ευωδιά.

    Большой русско-греческий словарь > напоить

См. также в других словарях:

  • αέρας — ο και αγέρας ο 1. ο ατμοσφαιρικός αέρας: Σηκώθηκε αέρας. 2. έπαρση, θράσος: Πήραν αέρα τα μυαλά του. 3. ικανότητα, ευχέρεια: Δεν πήρε ακόμη τον αέρα της δουλειάς. 4. το κέρδος που παίρνει κανείς για την εκχώρηση κάποιου δικαιώματός του: Έδωσε το… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αέρας — Όρος με πολλές ερμηνείες και χρήσεις. Ο άνεμος που δεν είναι πολύ δυνατός. Τo κλίμα ενός τόπου και μεταφορικά το ψυχολογικό κλίμα. Η εξωτερική εμφάνιση, το ύφος, το παρουσιαστικό. Η τόλμη, η αλαζονεία, η αυθάδεια. Έκφραση της ψυχικής διάθεσης. Η… …   Dictionary of Greek

  • ἀέρας — ἀ̱έρας , ἀήρ Aër. masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναπνοή — Γενική βιολογική διαδικασία με την οποία οι ζώντες οργανισμοί παίρνουν από το περιβάλλον οξυγόνο και αποδίδουν διοξείδιο του άνθρακα. Το οξυγόνο είναι απαραίτητο στις οξειδωτικές εξεργασίες που βρίσκονται στη βάση όλων των εκδηλώσεων της ζωής,… …   Dictionary of Greek

  • Αναξιμένης — I (Μίλητος 585/4 – 528/7 π.Χ.). Φιλόσοφος, συμμαθητής και διάδοχος του Αναξίμανδρου στην εκπροσώπηση της σχολής της Μιλήτου. Αυτά που αναφέρονται για τη διδασκαλία του από την αρχαία δοξογραφία πρέπει να προέρχονται από ειδική πραγματεία του… …   Dictionary of Greek

  • άνεμοι — Οι οριζόντιες μετατοπίσεις των μαζών του αέρα. H διαφορετική θέρμανση του αέρα πάνω από τα διάφορα τμήματα της επιφάνειας της Γης καθιστά τις μάζες του πυκνότερες ή αραιότερες, γεγονός που εκδηλώνεται με ποικίλη κατανομή της πίεσης. Όσες περιοχές …   Dictionary of Greek

  • κάμινος — Μηχάνημα και εγκατάσταση (ονομάζεται και φούρνος ή καμίνι) που παράγει θερμότητα με τη χρησιμοποίηση καύσιμων στερεών υγρών και αερίων ή με την εκμετάλλευση της ηλεκτρικής ενέργειας. Εκτός από αυτές τις κ. υπάρχουν επίσης κ. που αξιοποιούν τη… …   Dictionary of Greek

  • θέρμανση — Διαδικασία με την οποία αυξάνεται η θερμοκρασία σωμάτων ή χώρων. Ανάλογα με το σύστημα παραγωγής της απαιτούμενης θερμότητας για τη θ., υπάρχουν διάφοροι τύποι θ.: με άνθρακα, πετρέλαιο, αέριο, όπου η θερμότητα παράγεται με την καύση· ηλεκτρική θ …   Dictionary of Greek

  • χάλυβας — Κράμα του σιδήρου, στο οποίο περιέχεται άνθρακας κατά 1,7 1,8% και άλλα μεταλλικά και μη μεταλλικά στοιχεία, κατάλληλα για να προσδώσουν στο κράμα ειδικές ιδιότητες (βανάδιο, βολφράμιο, νικέλιο, χρώμιο), ενώ άλλα στοιχεία βρίσκονται ως… …   Dictionary of Greek

  • αεροδυναμική — Κλάδος της μηχανικής που έχει ως αντικείμενο μελέτης την κίνηση αέριων μαζών και ιδιαίτερα τις μετατοπίσεις τους στο εσωτερικό ενός αγωγού (στρόβιλοι, αντλίες) ή πάνω στην επιφάνεια στερεών σωμάτων και στον άμεσα γειτονικό χώρο τους (αέρας γύρω… …   Dictionary of Greek

  • αιθέρας — Οργανική χημική ένωση του τύπου C2Η5 Ο C2Η5. Λέγεται και διαιθυλαιθέρας ή θειικός α. Είναι σώμα υγρό, άχρωμο, ελαφρύτερο από το νερό και πολύ πτητικό. Παρασκευάζεται βιομηχανικά με συνθέρμανση αιθυλικής αλκοόλης και πυκνού θειικού οξέος (γι’ αυτό …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»