Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ίᾱσα

См. также в других словарях:

  • θυμιάζω — ιασα και ίασα, ιάστηκα, θυμιασμένος, η, ο, θυμιατίζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αιφνιδιάζω — ίασα, ιάστηκα, ιασμένος, παρουσιάζομαι μπροστά σε κάποιον ξαφνικά: Η απρόβλεπτη εμφάνισή του τους αιφνιδίασε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλαλιάζω — ιασα, ιάστηκα, ιασμένος 1. μτβ., παίρνω από κάποιον το μυαλό, παραζαλίζω: Τα παιδιά την είχαν αλαλιάσει με τις φωνές τους. 2. αμτβ., παραζαλίζομαι, σκοτίζομαι: Ησυχάστε πια κι αλάλιασα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλαφιάζω — ιασα, ιάστηκα, ιασμένος 1. μτβ., φοβίζω, τρομάζω: Ήρθες ξαφνικά και μ αλάφιασες. 2. αμτβ., φεύγω φοβισμένος, ταραγμένος: Με τις φωνές και το ποδοβολητό αλάφιασε και έτρεξε για τον κρυψώνα του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλαφροζυγιάζω — ιασα, ιάστηκα, ιασμένος 1. ζυγίζω απ τη μεριά του κανταριού που σημειώνονται αραιότερα τα κιλά: Το κατσίκι το αλαφροζύγιασε, γιατί ήταν μικρό. 2. ζυγίζω ξίκικα: Το χε συνήθιο να αλαφροζυγιάζει. 3. (για πουλιά, στην παθ. φωνή), μετεωρίζομαι: Το… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλισιβιάζω — ιασα, ιάστηκα, ιασμένος, βάζω αυτά που έχω να πλύνω στην αλισίβα: Είπε στην κόρη της να αλισιβιάσει τα ασπρόρουχα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλφαδιάζω — ιασα, ιάστηκα, ιασμένος, ελέγχω με το αλφάδι την οριζοντιότητα ή το κατακόρυφο μιας επιφάνειας: Για να μαι σίγουρος το αλφάδιασα και δεύτερη φορά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αμπαριάζω — ιασα, ιασμένος, αποθηκεύω: Έχουμε αμπαριασμένο κάμποσο στάρι φετινό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αναγαλλιάζω — ιασα, ιασμένος, χαίρομαι υπερβολικά: Τον είδα κι αναγάλλιασε η ψυχή μου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αναγουλιάζω — ιασα, ιασμένος 1. αμτβ., αηδιάζω: Όταν ακούω κάτι τέτοια, αναγουλιάζω. 2. μτβ., κάνω άλλον να αηδιάσει: Με αναγούλιασες μ αυτά που είπες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αναδιπλασιάζω — ίασα, ιάστηκα, ιασμένος, διπλασιάζω για δεύτερη φορά: Στην αρχαία ελληνική γλώσσα μερικά ρήματα στον πρκ. αναδιπλασίαζαν το αρχικό σύμφωνο μαζί με ένα ε (σε σημασμένος) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»