-
1 ίασ'
ἴᾱσι, εἶμιibo: pres ind act 3rd plἴᾱσι, ἴασιςhealing: fem voc sgἴᾱσαι, ἰάομαιj: aor imperat mp 2nd sg (doric aeolic)ἴ̱ασα, ἰάζωaor ind act 1st sgἴ̱ασο, ἰάζωplup ind mp 2nd sgἴ̱ασο, ἰάζωperf imperat mp 2nd sgἴ̱ασε, ἰάζωaor ind act 3rd sgἴ̱ασαι, ἰάζωperf ind mp 2nd sgἴασαι, ἰάζωaor imperat mid 2nd sgἴασα, ἰάζωaor ind act 1st sg (homeric ionic)ἴασε, ἰάζωaor ind act 3rd sg (homeric ionic) -
2 ἴασ'
ἴᾱσι, εἶμιibo: pres ind act 3rd plἴᾱσι, ἴασιςhealing: fem voc sgἴᾱσαι, ἰάομαιj: aor imperat mp 2nd sg (doric aeolic)ἴ̱ασα, ἰάζωaor ind act 1st sgἴ̱ασο, ἰάζωplup ind mp 2nd sgἴ̱ασο, ἰάζωperf imperat mp 2nd sgἴ̱ασε, ἰάζωaor ind act 3rd sgἴ̱ασαι, ἰάζωperf ind mp 2nd sgἴασαι, ἰάζωaor imperat mid 2nd sgἴασα, ἰάζωaor ind act 1st sg (homeric ionic)ἴασε, ἰάζωaor ind act 3rd sg (homeric ionic) -
3 πυριάω
A , but- ιᾶν Id.Morb.2.14
: [tense] aor. ἐπυρίησα ib.19,- ίᾱσα Hippiatr.100
:—[voice] Med., inf.- ιῆσθαι Hp.Vict.1.35
: [tense] aor.ἐπυριησάμην Id.Nat.Mul.7
, 107, etc.:—[voice] Pass., [tense] aor.ἐπυριήθην Id.Int.1
:— put persons in a vapour-bath, c. acc., Id.Art.47, Palaeph.43, etc.: metaph.,τὸν λάρυγγ' ἥδιστα π. τεμαχίοις Crobyl.8
:—[voice] Pass., take a vapour-bath, Ath.12.519e.2 c. dupl. acc.,π. αὐτὴν ὅσον τριήκοντα πυρίας Hp.Mul.1.75
.3 generally, foment,τὰ ἕλκη σαρξὶν ὑείαις Str.15.1.43
:—[voice] Pass.,πυριῶνται διά τινος οἱ ὀδόντες Dsc.3.9
.4 [voice] Pass., to be used for vapour-baths, [κύπερος] πρός τι πυριωμένη ἁρμόζει Id.1.4
. -
4 ὑπερπυρριάω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπερπυρριάω
-
5 ὑπερυθριάω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπερυθριάω
См. также в других словарях:
θυμιάζω — ιασα και ίασα, ιάστηκα, θυμιασμένος, η, ο, θυμιατίζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αιφνιδιάζω — ίασα, ιάστηκα, ιασμένος, παρουσιάζομαι μπροστά σε κάποιον ξαφνικά: Η απρόβλεπτη εμφάνισή του τους αιφνιδίασε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλαλιάζω — ιασα, ιάστηκα, ιασμένος 1. μτβ., παίρνω από κάποιον το μυαλό, παραζαλίζω: Τα παιδιά την είχαν αλαλιάσει με τις φωνές τους. 2. αμτβ., παραζαλίζομαι, σκοτίζομαι: Ησυχάστε πια κι αλάλιασα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλαφιάζω — ιασα, ιάστηκα, ιασμένος 1. μτβ., φοβίζω, τρομάζω: Ήρθες ξαφνικά και μ αλάφιασες. 2. αμτβ., φεύγω φοβισμένος, ταραγμένος: Με τις φωνές και το ποδοβολητό αλάφιασε και έτρεξε για τον κρυψώνα του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλαφροζυγιάζω — ιασα, ιάστηκα, ιασμένος 1. ζυγίζω απ τη μεριά του κανταριού που σημειώνονται αραιότερα τα κιλά: Το κατσίκι το αλαφροζύγιασε, γιατί ήταν μικρό. 2. ζυγίζω ξίκικα: Το χε συνήθιο να αλαφροζυγιάζει. 3. (για πουλιά, στην παθ. φωνή), μετεωρίζομαι: Το… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλισιβιάζω — ιασα, ιάστηκα, ιασμένος, βάζω αυτά που έχω να πλύνω στην αλισίβα: Είπε στην κόρη της να αλισιβιάσει τα ασπρόρουχα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλφαδιάζω — ιασα, ιάστηκα, ιασμένος, ελέγχω με το αλφάδι την οριζοντιότητα ή το κατακόρυφο μιας επιφάνειας: Για να μαι σίγουρος το αλφάδιασα και δεύτερη φορά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αμπαριάζω — ιασα, ιασμένος, αποθηκεύω: Έχουμε αμπαριασμένο κάμποσο στάρι φετινό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναγαλλιάζω — ιασα, ιασμένος, χαίρομαι υπερβολικά: Τον είδα κι αναγάλλιασε η ψυχή μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναγουλιάζω — ιασα, ιασμένος 1. αμτβ., αηδιάζω: Όταν ακούω κάτι τέτοια, αναγουλιάζω. 2. μτβ., κάνω άλλον να αηδιάσει: Με αναγούλιασες μ αυτά που είπες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναδιπλασιάζω — ίασα, ιάστηκα, ιασμένος, διπλασιάζω για δεύτερη φορά: Στην αρχαία ελληνική γλώσσα μερικά ρήματα στον πρκ. αναδιπλασίαζαν το αρχικό σύμφωνο μαζί με ένα ε (σε σημασμένος) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)