-
1 равный
ίσος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > равный
-
2 égal
ίσος -
3 vyrovnaný
ίσος -
4 jednakowy
ίσος -
5 równy
ίσος -
6 właśnie
ίσος -
7 denk
ίσος, ισοδύναμος -
8 özdeş
ίσος, όμοιος, ομοούσιος -
9 равный
επ., βρ: -вен, -вна, -вноίσος, όμοιος•-ые силы ίσες δυνάμεις•
-ой длины, ширины, толщины ίσου μήκους, πλάτους, πάχους•
быть равный кому-л., в чем-л. είμαι ίσος με κάποιον, σε κάτι• ισούμαι•
ему нет равного είναι ασύγκριτος, απαράμιλλος•
-ым образом εξ ίσου, όμοια•
на -ых основаниях σε ίδια βάση, ίσος προς ίσον•
относиться как к -ому, обращаться с кем как с -ым σχετίζομαι, συμπεριφέρνομαι ίσος προς ίσον•
у них -ые способности αυτοί έχουν τις ίδιες ικανότητες.
-
10 равн'ый
равн|'ыйприл ίσος, ὀμοιος:\равн'ыйые права ἰσα δικαιώματα· \равн'ыйым образом ἐπίσης, ὁμοίως· на \равн'ыйых основаниях μέ ἰσα δικαιώματα· быть \равн'ыйым кому́-л. εἶμαι ίσος μέ κάποιον, ΐσοῦμαι προς· ему́ нет \равн'ыйых радεἶναι ἀπαράμιλλος· относиться как к \равн'ыйому φέρομαι σάν ίσος προς ἰσον. -
11 равный
-
12 равняться
равняться 1) ισοδυναμώ 2) (быть сравнимым) είμαι ίσος* * *1) ισοδυναμώ2) ( быть сравнимым) είμαι ίσος -
13 Impartial
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Impartial
-
14 одинаковый
όμοιος, ίσος, ίδιος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > одинаковый
-
15 паритетный
ισότιμος, ίσοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > паритетный
-
16 одинаковый
одинаков||ыйприл ὀμοιος, ίσος, ἰδιος/ ταυτόσημος (по смыслу):\одинаковыйые взгляды ὀμοια φρονήματα, ὀμοιες ίδέες· они́ \одинаковыйого роста ἔχουν τό ἰδιο ἀνάστημα, ἔχουν τό ίδιο μπόϊ· \одинаковыйым способом μέ τόν ἰδιον τρόπο· в \одинаковыйой мере στον ἰδιο βαθμό. -
17 паритетный
паритетн||ыйприл ἰσότιμος, ίσος:на \паритетныйых началах ἐπί τή βάσει ἰσοτιμίας. -
18 равияться
равия||ться1. (с кем-л.) εἶμαι ίσος, ίσοῦμαι:никто не может с ним \равиятьсяться κανένας δέν μπορεί νά τόν φθάσει· \равиятьсяться силами ἀναμετρώ τίς δυνάμεις (μου)·2. воен. ζυγίζομαι, ζυγώ, ζυ-γοῦμαι:\равиятьсяйсь! ζυγεΐτε!3. (о числах) ἰσοδυναμώ, (έξ)ισοθμαι:шесть и четыре \равиятьсяется десяти ἐξ καί τέσσερα ἰσον δέκα. -
19 уравниваться
уравниватьсянесов θεωροὔμαι ἰσος, ἰσοῦμαι προς, ἐξισοῦμαι, ἐξομοιώνομαι. -
20 equal
['i:kwəl] 1. adjective(the same in size, amount, value etc: four equal slices; coins of equal value; Are these pieces equal in size? Women want equal wages with men.) ίσος2. noun(one of the same age, rank, ability etc: I am not his equal at running.)3. verb(to be the same in amount, value, size etc: I cannot hope to equal him; She equalled his score of twenty points; Five and five equals ten.) ισούμαι με,συναγωνίζομαι,εξισώνομαι,ισοφαρίζω- equality- equalize
- equalise
- equally
- equal to
См. также в других словарях:
ίσος, -η, -ο — και ίσιος, ια, ιο 1. ίδιος στο μέγεθος ή στην αξία με κάποιον άλλο: Ίσοι αριθμοί. – Οι πλευρές του τετραγώνου είναι ίσες μεταξύ τους. – Ίσα πολιτικά δικαιώματα. – Θέτω σε ίση μοίρα. 2. ευθύγραμμος: Ίσια κορμοστασιά. – Ίσιο ξύλο. 3. ομαλός,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἴσος — equal masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἶσος — ἴσος equal masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίσος — η, ο (ΑΜ ἴσος, η, ον, Α επικ. τύπος ἶσος και ἔϊσος, η, ον) 1. αυτός που είναι ίδιος με κάποιον άλλον κατά την ποσότητα, τις διαστάσεις, τη δύναμη ή την αξία 2. αυτός που εκτείνεται σε ευθεία γραμμή, ευθύς, ίσιος 3. ομαλός, επίπεδος 4. αυτός που… … Dictionary of Greek
Ἶσος — Ἶ̱σος , Ἶσος masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἴσα — ἴσος equal neut nom/voc/acc pl ἴσᾱ , ἴσος equal fem nom/voc/acc dual ἴσᾱ , ἴσος equal fem nom/voc sg (doric aeolic) ἴ̱σᾱ , ἴσος equal fem nom/voc/acc dual (epic) ἴ̱σᾱ , ἴσος equal fem nom/voc sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἴσω — ἴσος equal masc/neut nom/voc/acc dual ἴσος equal masc/neut gen sg (doric aeolic) ἴ̱σω , ἴσος equal masc/neut nom/voc/acc dual (epic) ἴ̱σω , ἴσος equal masc/neut gen sg (epic doric aeolic) ἴ̱σω , ἰσόω make equal imperf ind act 3rd sg (doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἴσων — ἴσος equal fem gen pl ἴσος equal masc/neut gen pl ἴ̱σων , ἴσος equal fem gen pl (epic) ἴ̱σων , ἴσος equal masc/neut gen pl (epic) ἴ̱σων , ἰσόω make equal imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἴ̱σων , ἰσόω make equal imperf ind act 1st sg (doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἴσως — ἴσος equal adverbial ἴσος equal masc acc pl (doric) ἴ̱σως , ἴσος equal adverbial (epic) ἴ̱σως , ἴσος equal masc acc pl (epic doric) ἴσως equally indeclform (adverb) ἴ̱σως , ἰσόω make equal imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἰσόω make equal… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἴσαι — ἴσος equal fem nom/voc pl ἴσᾱͅ , ἴσος equal fem dat sg (doric aeolic) ἴ̱σᾱͅ , ἴσος equal fem dat sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσᾶν — ἴσος equal masc/fem gen pl (doric) ἰ̱σᾶν , ἴσος equal masc/fem gen pl (epic doric) ἰσάζω make equal fut part act masc voc sg (doric aeolic) ἰσάζω make equal fut part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ἰσάζω make equal fut part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)